15 Μαΐ 2016

Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας μέσα στο ευρώ

Η ένταξη της Ελλάδος στο ευρώ είχε σαν συνέπεια την παροχή φθηνού εξωτερικού δανεισμού στο δημόσιο και τις τράπεζες. Η εισροή φτηνών κεφαλαίων  είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της εισαγωγής ακριβών καταναλωτικών αγαθών, την αλματώδη άνοδο των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, των μεταπρατικών και παρασιτικών δραστηριοτήτων, ενώ το ακριβό ευρώ οδήγησε σε συρίκνωση του παραγωγικού τομέα της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής.
 

Είναι χαρακτηριστικό ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας, ενώ δεν ξεπερνούσε το 7% του ΑΕΠ πριν τη υιοθέτηση του ευρώ το 2002, εκτοξεύθηκε σταδιακά στο επίπεδο του 15% του ΑΕΠ. Η αύξηση του ελλείμματος καλύφθηκε με νέα αύξηση του εξωτερικού δανεισμού. Η κατάσταση έγινε αδιέξοδη με την έλευση της οικονομικής κρίσης το 2008, αφού οι σωρευμένες δανειακές υποχρεώσεις της χώρας στην περίοδο της πλαστής ευημερίας με΄σα στην ευρωζώνη, δεν ήταν δυνατό να καλυφθούν.

Σε μια σύντομη νέα επισκόπηση των στατιστικών στοιχείων από διεθνείς και ελληνικούς φορείς, αναδεικνύεται η κατάρρευση της Ελληνικής οικονομίας μέσα στην ευρωζώνη[1]. Ύστερα από μια αρχική περίοδο πλαστής ευημερίας μεταξύ των ετών 2002-2007 που προωθήθηκε συστηματικά μέσω της αύξησης του δημοσίου χρέους και της εκτόξευσης του τραπεζικού δανεισμού από το 2008  μέχρι το 2016, η χώρα βιώνει οκτώ χρόνια οικονομικής καθόδου.

Στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομική ιστορία δεν υπάρχει ανάλογο προηγούμενο, αφού και η μεγάλη ύφεση του 1929 με επίκεντρο τις ΗΠΑ , δε διάρκεσε περισσότερο από έξι χρόνια. Από το 2008 κυρίως το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται αλματωδώς, ενώ το εθνικό εισόδημα καταρρέει χωρίς ελπίδες ανάκαμψης.

Πρωταθλήτρια στην ανεργία η Ελλάδα στην Ευρώπη και διεθνώς, με περισσότερους από 500.000 πολίτες της κυρίως νέοι να  έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό τα τελευταία πέντε χρόνια. Χιλιάδες επιχειρήσεις κλείνουν ή μετακομίζουν σε άλλες χώρες, κυρίως στη Βουλγαρία, Κύπρο, Μ. Βρετανία, Ελβετία κλπ., αναζητώντας καλύτερες φορολογικές και επιχειρηματικές συνθήκες. 

Στα χρόνια της ευρωζώνης δημιουργήθηκε ένας τεράστιος στρατός ανέργων που σε ποσοστιαία αναλογία είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη και διεθνώς. Οι απασχολούμενοι το 2002 ήταν 4,353 εκατομμύρια για να μειωθούν στο τέλος του 2015 στα 3,65 εκατομμύρια. Το ποσοστό της ανεργίας έχει υπερδιπλασιαστεί στο διάστημα 2002-2015, καθώς από το 10%-11% έχει εκτοξευτεί στο 24%-26% και των νέων άνω του 40%. 

Το σύνολο των φορολογητέων εισοδημάτων φυσικών και νομικών προσώπων ήταν το 2003 γύρω στα 80 δισ. ευρώ ενώ το 2015 δηλώθηκαν στην εφορία περίπου 82 δισ. ευρώ, από τα οποία μεγάλο μέρος είναι ανεξόφλητο. Με άλλα λόγια, οι φορολογικές εισπράξεις έχουν μειωθεί, παρ' όλη τη αλματώδη αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων. Τα έσοδα από ΦΠΑ από το 2002 έως το 2004 κυμαίνονταν περί τα 12-12,5 δισ. ευρώ. 

Στα ίδια επίπεδα βρίσκονται περίπου και τα  κρατικά έσοδα από εισπράξεις του ΦΠΑ το 2015, παρ' όλη την αύξηση των συντελεστών σε 13% και 23%, έναντι 8% και 18% στο παρελθόν. Οι φόροι από εισοδήματα και περιουσία ανέρχονταν  το 2003 και το 2004 περίπου σε 14,5 δισ. ευρώ. Αμφίβολο είναι αν από τους αντίστοιχους φόρους του 2015, τα κρατικά έσοδα έφτασαν στα 17 δισ. ευρώ, παρ' όλη την τεράστια αύξηση των αντίστοιχων φόρων. Το ίδιο ισχύει και για τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες το  2015 ήταν 19 δισ. ευρώ όσα περίπου και στην  περίοδο 2002-2003. 

Ένας  μισθωτός οικογενειάρχης με δύο παιδιά και εισόδημα 16.000 ευρώ πλήρωνε το 2003 φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων 1.320  ευρώ, ενώ με τις νέες ρυθμίσεις το 2016 πληρώνει ίσως και περισσότερο από  2.000 ευρώ. Για έναν ελεύθερο επαγγελματία με εισόδημα 16.000 ευρώ ο φόρος έχει εκτοξευθεί από 1.370 ευρώ το 2003 σε 4.810 το 2016, αυξήθηκε δηλ. κατά 250%. Ο ΦΠΑ πριν από 12 χρόνια υπολογιζόταν με συντελεστή 18% και όχι 23% και 24% το 2016 στα περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες. 

Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης έχει τετραπλασιαστεί, ενώ πολύ μεγάλες αυξήσεις αφορούν είδη όπως τσιγάρα, οινοπνευματώδη, βενζίνες και τέλη κυκλοφορίας. Ο πολλαπλασιασμός των τεκμηρίων διαβίωσης επέφερε σημαντικότατες έμμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις που δεν υπήρχαν προ 12ετίας και ειδικότερα όσον αφορά τις ιδιοκτησίες ακινήτων. Αυτό οδήγησε σε παράλυση της οικοδομικής δραστηριότητας που αποτελούσε μια ισχυρή ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας.

Παρά τις τάσεις αποπληθωρισμού των τελευταίων τριών ετών (τον Φεβρουάριο του 2016 συμπληρώθηκαν τρία χρόνια μείωσης του δείκτη τιμών καταναλωτή), οι τιμές παραμένουν αισθητά υψηλότερες σε σχέση με την προ του 2003 εποχή. 

Ο δείκτης τιμών καταναλωτή διαμορφώθηκε το 2015 στις 105,52 μονάδες όταν το 2001, τελευταίο έτος κατά το οποίο χρησιμοποιούσαμε τη δραχμή, ο ίδιος δείκτης υπολογιζόταν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στις 78,155 μονάδες και το 2003 στις 83,85 μονάδες. Ενώ οι φορολογικοί συντελεστές έχουν αυξηθεί από 15% έως και 400% και το ατομικό εισόδημα, κατά μέσο όρο έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 30%, από το 2001, οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών είναι τουλάχιστον κατά 35% υψηλότερες σε σχέση με την εποχή της δραχμής. 

Η τραγωδία που έχει πλήξει τη χώρα, εκτός από τα αδιαμφισβήτητα στατιστικά στοιχεία και δεδομένα, διαγράφεται ξεκάθαρα από την εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα κεντρικοί εμπορικοί δρόμοι της Αθήνας και άλλων πόλεων, όπου το 1/3 σχεδόν των καταστημάτων έχουν κατεβάσει ρολά. Θλίψη προκαλεί ένας περίπατος στην πάλαι ποτέ πολύβουη οδό Σταδίου, στο εμπορικό κέντρο της  χώρας, όπου φαίνεται με μια ματιά από τα κλειστά μαγαζιά, η κατάρρευση της Ελληνικής οικονομίας. 





[1] Τα στοιχεία του παρόντος κειμένου προέρχονται από την ΕΛΣΤΑT, τον ΟΑΕΔ, την Tράπεζα της Ελλάδος και την Eurostat

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου