Ο Πόντος ως γεωγραφική ενότητα, από την αρχαιότητα
περιλάμβανε την ευρεία παραλιακή χώρα του Εύξεινου Πόντου: η έκταση κάλυπτε τις
περιοχές ανάμεσα στο Φάση ποταμό, κοντά στον οποίο σήμερα βρίσκεται η πόλη
Βατούμ της Γεωργίας, και την Ηράκλεια την Ποντική, όπως αναφέρουν οι αρχαίοι
ιστοριογράφοι Ηρόδοτος και Ξενοφώντας.Οι πρώτες ομαδικές
εγκαταστάσεις Ελλήνων στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου, πραγματοποιήθηκαν κατά
την αρχαιότητα, και κυρίως, κατά το δεύτερο ελληνικό αποικισμό, ενώ οι νεότερες
έρευνες δείχνουν ότι ένας αριθμός από αυτούς
εγκαταστάθηκε στην περιοχή πριν τον 8ο αιώνα πΧ. Η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή αυτή, κατά την αρχαιότητα, αντανακλάται και στην ελληνική μυθολογία. Μερικοί από τους γοητευτικότερους ελληνικούς μύθους (του Προμηθέα, του Φρίξου και της Έλλης, της αργοναυτικής εκστρατείας, της Μήδειας και του χρυσόμαλλου δέρατος) συνδέονται με την πανάρχαια παρουσία των Ελλήνων εκεί. Πρώτη ελληνική αποικία στη νότια ακτή του Ευξείνου (της Μιλήτου) ήταν η Σινώπη, η οποία στη συνέχεια προχώρησε στην ίδρυση μιας σειράς νέων αποικιών. Τον 6ο αιώνα μόνο η Μίλητος είχε στις ακτές του Ευξείνου, της κλειστής αυτής θάλασσας, 75 συνολικά αποικίες, στις οποίες μεταφέρθηκε ο ελληνικός τρόπος ζωής και γενικά η ελληνική ιδεολογία.
εγκαταστάθηκε στην περιοχή πριν τον 8ο αιώνα πΧ. Η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή αυτή, κατά την αρχαιότητα, αντανακλάται και στην ελληνική μυθολογία. Μερικοί από τους γοητευτικότερους ελληνικούς μύθους (του Προμηθέα, του Φρίξου και της Έλλης, της αργοναυτικής εκστρατείας, της Μήδειας και του χρυσόμαλλου δέρατος) συνδέονται με την πανάρχαια παρουσία των Ελλήνων εκεί. Πρώτη ελληνική αποικία στη νότια ακτή του Ευξείνου (της Μιλήτου) ήταν η Σινώπη, η οποία στη συνέχεια προχώρησε στην ίδρυση μιας σειράς νέων αποικιών. Τον 6ο αιώνα μόνο η Μίλητος είχε στις ακτές του Ευξείνου, της κλειστής αυτής θάλασσας, 75 συνολικά αποικίες, στις οποίες μεταφέρθηκε ο ελληνικός τρόπος ζωής και γενικά η ελληνική ιδεολογία.
Εκτός από τις ομαδικές
εγκαταστάσεις των αρχαίων Ελλήνων στο βόρειο και ανατολικό Εύξεινο Πόντο, ο
Καύκασος, η Γεωργία, η νότια και μεσημβρινή Ρωσία αλλά και οι παραδουνάβιες
περιοχές, μετεξελίχθηκαν σ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε
καταφύγια των καταπιεζομένων υπόδουλων Ελλήνων. Ένα πρώτο κύμα μετοικεσιών
Ελλήνων από τη μητροπολιτική και νησιώτικη Ελλάδα στην περιοχή έχουμε μετά την
πτώση του Βυζαντίου στους Οθωμανούς, που γίνονται περισσότερο μαζικές μετά το
ρώσο-οθωμανικό πόλεμο του 1768-1774. Η νεοελληνική διασπορά αρχίζει επίσημα την
ιστορική της πορεία το 1453 με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους
Οθωμανούς. Η Άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς 8 χρόνια μετά την
Κωνσταντινούπολη (1461), σε συνδυασμό με μια περίοδο βίαιων εξισλαμισμών που
εγκαινιάζει, ανοίγει το δρόμο της εξόδου των Ελλήνων Ποντίων προς τη Ρωσία και
ειδικότερα προς τις περιοχές του Καυκάσου, του Αντικαυκάσου και της μεσημβρινής
Ρωσίας όχι μόνο της άρχουσας τάξης της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, αλλά και
μεγάλων λαϊκών πληθυσμιακών μαζών. Επόμενο κύμα εξόδου των Ελλήνων έχουμε κατά
το 1490 προς τον Καύκασο και κυρίως προς της Γεωργία.
Κατά τους 16ο, 17ο
αιώνα έχουμε συνέχιση των μετακινήσεων, που δεν είναι όμως ιδιαίτερα μαζικές,
γεγονός που προκύπτει από τις ελάχιστες πηγές που διαθέτουμε γι’ αυτές στην
ιστοριογραφία της εποχής.Με την έλευση του 18ου αιώνα
είχαμε νέες μετοικεσίες ποντιακών ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του
Καυκάσου. Τότε χτίστηκε από Έλληνες μεταλλωρύχους το χωριό Μισχανά, στο οποίο
υπήρχαν χαλκούχα μεταλλεία. Το 1762 πραγματοποιήθηκε μια μαζική μετανάστευση
800 οικογενειών Ελλήνων Ποντίων μεταλλουργών από την περιοχή της Αργυρούπολης
στην επαρχία Αχταλά της Γεωργίας. Εδώ η μετανάστευση έγινε όχι για πολιτικούς,
αλλά για οικονομικούς λόγους, δηλαδή για την εξόρυξη και κατεργασία μετάλλων.
Σημαντικό ρεύμα φυγής Ελλήνων του Πόντου προς τη Γεωργία έχουμε καθ’ όλο το 18ο
και 19ο αιώνα, παρά τα προβλήματα που συνεπάγονταν οι συχνές και άγριες
επιθέσεις σ’ αυτούς των Μουσουλμάνων της
περιοχής.
Επιπλέον, η ένωση της Γεωργίας με τη Ρωσία το 1801, σε συνδυασμό με την τσαρική πολιτική της αντιπαράθεσης με την οθωμανική αυτοκρατορία, δημιούργησαν προϋποθέσεις νέων εγκαταστάσεων Ελλήνων στη Γεωργία. Άλλος ένας παράγοντας των μετοικεσιών των Ελλήνων του Πόντου, κατά το χρονικό διάστημα 1800-1814, ήταν η εγκατάσταση μουσουλμάνων της Ρωσίας στις περιοχές του ανατολικού Πόντου. Μάλιστα, ειδική επιτροπή για την οργάνωση των μετακινήσεων και εγκατάστασης των Ελλήνων του Πόντου στον Καύκασο συγκροτήθηκε με εντολή της κυβέρνησης στην Τυφλίδα το 1810.
Επιπλέον, η ένωση της Γεωργίας με τη Ρωσία το 1801, σε συνδυασμό με την τσαρική πολιτική της αντιπαράθεσης με την οθωμανική αυτοκρατορία, δημιούργησαν προϋποθέσεις νέων εγκαταστάσεων Ελλήνων στη Γεωργία. Άλλος ένας παράγοντας των μετοικεσιών των Ελλήνων του Πόντου, κατά το χρονικό διάστημα 1800-1814, ήταν η εγκατάσταση μουσουλμάνων της Ρωσίας στις περιοχές του ανατολικού Πόντου. Μάλιστα, ειδική επιτροπή για την οργάνωση των μετακινήσεων και εγκατάστασης των Ελλήνων του Πόντου στον Καύκασο συγκροτήθηκε με εντολή της κυβέρνησης στην Τυφλίδα το 1810.
Οι περιοχές των νοτιοανατολικών
ρωσικών στεπών (και κυρίως των περιφερειών Ανάππα, Γελεντζίκ, Κρασνοντάρ,
Σταυρούπολης) άρχισε να εμπλουτίζεται με ελληνικούς πληθυσμούς από τη δεύτερη
δεκαετία του 19ου αιώνα. Η μετακίνηση αυτή περιλάμβανε εκπατρισμένους Έλληνες
του Πόντου αλλά και άλλων μικρασιατικών περιοχών, εκ των οποίων οι περισσότεροι
ήταν γεωργοί και ένα μέρος τους έμποροι και βιοτέχνες.
Η έκρηξη της ελληνικής
επανάστασης του 1821 αποτέλεσε ένα ακόμη παράγοντα εξόδου των Ελλήνων του
Πόντου προς τον Καύκασο και τη νότια Ρωσία, κατά την οποία έξοδο ιδρύθηκαν τα
χωριά Γκομαρέτι, Μικρό Γκομαρέτι, Ουπναρά, Βαλισπίρι, Κεϊβάν. Ο ρωσοτουρκικός
πόλεμος του 1828-29, με την προέλαση του ρωσικού στρατού προς το Ερζερούμ και
την Αργυρούπολη και τον ενθουσιασμό που προκάλεσε στους τοπικούς ελληνικούς πληθυσμούς,
αλλά και τη συμφωνία ειρήνης που ακολούθησε με την αποχώρηση των ρωσικών
στρατευμάτων από την περιοχή, ανάγκασε ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων (περί τις
42.000) ν’ ακολουθήσει τον υποχωρούντα ρωσικό στρατό. Η ρωσική κυβέρνηση με
απόφασή της τους εγκατέστησε στην περιοχή της Τσάλκας, όπου ίδρυσαν 27 αμιγή
ελληνικά χωριά: Ιμέρα, Μπεστασέν, , Μπασκόφ, Λιβάδ, Καρακόμ, Κιαριάκ, Σάντα,
Αχαλίκ, Χαραμπά, Νέο Χαραμπά, Παρμαξίζ, Σιπιάκ, Σαναμέρ, Χαμπίκ, Γκούνια Καλά,
Τσισνγγαρό, Γετί Κιλσέ, Τσινίς, Ολιάγκ, Αβρανλό, Κιουμπάτ, Ταρσόν, Χαντό, Ρεχά,
Κλεϊτίζ και Τσάλκα.
Οι πολιτικές εξελίξεις που
διαμορφώθηκαν από τα μέσα του 19ου αιώνα στην περιοχή, εξανάγκασαν και νέες
ελληνικές ποντιακές πληθυσμιακές ομάδες να μετακινηθούν προς τον Καύκασο και τη
νότια Ρωσία: Ο Κριμαϊκός πόλεμος του 1853-1856, η ψήφιση του σουλτανικού
διατάγματος Χάττι Χουμαγιούν το 1856 που χορηγούσε κάποιας μορφής ανεξιθρησκία,
σε συνδυασμό με τη δίωξη των μουσουλμανικών πληθυσμών του Καυκάσου από τους
Ρώσους και την εγκατάστασή τους εκ μέρους των Οθωμανών στα οθωμανοκρατούμενα
εδάφη του Πόντου, αποτέλεσαν βασικά δεδομένα των εξελίξεων αυτών, που
εξανάγκασαν για μια ακόμη φορά νέες ομάδες ελληνικών πληθυσμών να μετοικήσουν
στον Καύκασο. Μεταξύ 1868-1878 δημιουργήθηκαν πολλά αμιγή ελληνικά χωριά στην περιοχή
του Κουμπάν της νότιας Ρωσίας, που διατήρησαν για πολλές δεκαετίες, μέχρι και
σήμερα, τα ελληνικά ιδεολογικά τους στοιχεία (γλώσσα, παραδόσεις).
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878 αποτέλεσε την αιτία μιας ακόμη εκτεταμένης μετανάστευσης ενός μεγάλου αριθμού Ελλήνων, που πλησιάζει τους 100.000 από τις περιοχές της ποντιακής ενδοχώρας και κυρίως της Τοκάτης, Ερζερούμ, Μπαϊπούρτ, Σεβάστειας και Ερζιγκιάν, εγκαθιστάμενοι στη συνέχεια στη νεοαποκτηθείσα από τους Ρώσους περιοχή του Καρς νότια του Καυκάσου, αλλά και στις περιοχές της Γεωργίας, Αρμενίας και στην υπόλοιπη νότια Ρωσία.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878 αποτέλεσε την αιτία μιας ακόμη εκτεταμένης μετανάστευσης ενός μεγάλου αριθμού Ελλήνων, που πλησιάζει τους 100.000 από τις περιοχές της ποντιακής ενδοχώρας και κυρίως της Τοκάτης, Ερζερούμ, Μπαϊπούρτ, Σεβάστειας και Ερζιγκιάν, εγκαθιστάμενοι στη συνέχεια στη νεοαποκτηθείσα από τους Ρώσους περιοχή του Καρς νότια του Καυκάσου, αλλά και στις περιοχές της Γεωργίας, Αρμενίας και στην υπόλοιπη νότια Ρωσία.
Τελευταίο μεγάλο κύμα φυγής
ελληνικών πληθυσμών σημειώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με την έκρηξη του 1ου
Παγκοσμίου πολέμου μέχρι το 1923 με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι διώξεις, οι
σφαγές και γενικά η συστηματική Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από το
νεοτουρκικό και στη συνέχεια το κεμαλικό καθεστώς μεταξύ των ετών 1914-1923,
δημιούργησαν προϋποθέσεις μαζικής εξόδου των Ελλήνων προς τις περιοχές της
νότιας Ρωσίας. Στις αρχές του 1918, οι υποχωρούντες από την Τραπεζούντα
Μπολσεβίκοι, την οποία είχαν καταλάβει τα ρωσικά στρατεύματα από το 1916,
ακολουθήθηκαν από ένα τελευταίο μεγάλο κύμα εξόδου 85.000 περίπου Ελλήνων της
περιοχής.
Η Γενοκτονία του
Ποντιακού Ελληνισμού
Ο όρος γενοκτονία καθιερώθηκε στη δίκη της
Νυρεμβέργης της Γερμανίας, όταν καταδικάστηκε η γερμανική ναζιστική ηγεσία για
τα εγκλήματα πολέμου κατά των Εβραίων και σημαίνει την συστηματική προσπάθεια
εξόντωσης και αφανισμού, μίας φυλής ή
θρησκευτικής ομάδας από μία συγκεκριμένη περιοχή. Τρεις γενοκτονίες
συντελέστηκαν τον 20ο αιώνα, οι οποίες πλήγωσαν παγκοσμίως το αίσθημα του
ανθρωπισμού: των Αρμενίων, των Ελλήνων του Πόντου και η πιο πρόσφατη των Εβραίων.
Με την Γενοκτονία των Ποντίων
αφανίστηκε από τις πατρογονικές του εστίες ένα ζωντανό κομμάτι του Ελληνισμού ριζωμένο για 3.000
περίπου χρόνια στο βόρειο κομμάτι της Μικράς Ασίας στις περιοχές του Εύξεινου
Πόντου. Ο Ποντιακός Ελληνισμός παρουσίαζε μεγάλη πολιτιστική και οικονομική
ανάπτυξη και αποτελούσε εμπόδιο στα σχέδια των Νεότουρκων και του μετέπειτα
ηγέτη τους Κεμάλ Ατατούρκ που ήθελε να υφαρπάξει τον πλούτο της περιοχής και να
εξαφανίσει το Ελληνικό – Χριστιανικό στοιχείο
από την περιοχή. Με το τρίπτυχο «ένα κράτος, μια θρησκεία, ένας λαός», και
έχοντας ως συμβουλάτορες Γερμανούς αξιωματικούς, οι Νεότουρκοι αρχικά και στη συνέχεια ο
Μουσταφά Κεμάλ, σχεδίασαν και εκτέλεσαν τις δύο πρώτες γενοκτονίες.
Το 1915 είναι το έτος- ορόσημο
για τους Έλληνες του Πόντου ενώ ταυτόχρονα σχεδόν, αρχίζει να συντελείται και η
γενοκτονία των Αρμενίων. Πολλά ελληνικά χωριά λεηλατήθηκαν, παραδοθήκαν στις
φλόγες, πολλές γυναίκες και παιδιά σκοτώθηκαν από τις απάνθρωπες επιθέσεις των
Τούρκων. Το 1916 χτυπιέται η Σαμψούντα, με τον ελληνικό πληθυσμό να υποφέρει
δεινά. Μόνο η Τραπεζούντα γλιτώνει την καταστροφή γιατί είναι πλέον κάτω από
ρωσικό ζυγό. Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου
Πολέμου, ο Ποντιακός Ελληνισμός θεώρησε πως τα δεινά του είχαν πάρει
τέλος, αφού θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην ελληνική επικράτεια. Ωστόσο, η
ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε.
Το 1919 αρχίζει η δεύτερη φάση
της γενοκτονίας, με νέους – ακόμα πιο σφοδρούς – διωγμούς από το κεμαλικό
καθεστώς, πολύ πιο βίαιους και απάνθρωπους από τους προηγούμενους. Στις 19 Μαΐου 1919 έρχεται η καθοριστική
στιγμή για την τύχη του Ποντιακού Ελληνισμού, με την απόβαση του Κεμάλ στη
Σαμψούντα και κατόπιν την εισβολή στην Τραπεζούντα: οι μαζικές εκτελέσεις, ο
ξεριζωμός και το κλίμα τρομοκρατίας αναγκάζουν τον πληθυσμό να εγκαταλείψει τις
εστίες του. Όσοι επιβιώνουν, καταφεύγουν στα βουνά, με τις κακουχίες και τις
στερήσεις σε βασικά αγαθά. Παρηγοριά και ελπίδα τους στάθηκε η εικόνα της
Παναγίας του Σουμελά, σύμβολο της βαθιάς τους πίστης. Δυστυχώς, ο βίαιος αφανισμός των Ελλήνων από τα προγονικά εδάφη
πληρώθηκε με 353.000 ψυχές την περίοδο 1916-1923.Η γενοκτονία των Ποντίων ( 1916
– 1923 ) με 353.000 νεκρούς αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες του
αιώνα μας. Τον Φεβρουάριο του 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την
ανακήρυξη της 19ης Μαΐου, ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο
μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1916-1923.
Η Επιστροφή στην
μητέρα πατρίδα
Η επιστροφή στην μητέρα πατρίδα
των Ελλήνων του Πόντου από την πρώην Σοβιετική Ένωση παρατηρείται από τις αρχές
του 20ο αιώνα. Το πρώτο κύμα μαζικής επιστροφής παρατηρήθηκε από το
1918 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, και κυρίως από το 1921 μέχρι το
1923. Το αποτελούσαν Έλληνες από τον Μικρασιατικό Πόντο, που είχαν καταφύγει
στη Σοβιετική Ένωση λόγω των διωγμών των Νεότουρκων εναντίον τους στην περίοδο
1914-1924 και Πόντιοι μονίμως εγκατεστημένοι στις περιοχές της Ουκρανίας, της
Ρωσίας και της Υπερκαυκασίας (σημερινές δημοκρατίες της Γεωργίας, Αρμενίας και
Αζερμπαϊτζάν). Στον ελλαδικό χώρο κατέφυγαν κάτω από την πίεση ιστορικών
γεγονότων, όπως η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, η εθνικιστική πολιτική, που
ασκήθηκε από τους μενσεβίκους στη Γεωργία, η προέλαση του τουρκικού στρατού
στον Καύκασο το 1918, η βία την οποία η αρμενική κυβέρνηση ασκούσε στην στρατολόγησή
τους και η αποτυχημένη εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία εναντίον των
μπολσεβικικών στρατευμάτων το 1919.
Οι Έλληνες της Γεωργίας πήγαν στο Βατούμ και από εκεί με πλοία έφτασαν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου εγκαταστάθηκαν κυρίως στους ποντιακούς οικισμούς της Καλαμαριάς. Ο συνολικός αριθμός των Ποντίων από τον Μικρασιατικό Πόντο και από την πρώην Σοβιετική Ένωση, οι οποίοι κατέφυγαν στο ελληνικό κράτος την περίοδο 1918-1930 είναι τουλάχιστον 230.000. Σύμφωνα με την πληθυσμιακή απογραφή του 1928, η οποία παρουσιάζεται στη στατιστική επετηρίδα της Ελλάδας του 1930, ο αριθμός των Ποντίων ανερχόταν σε 229.260 άτομα, από τα οποία τα 182.169 δήλωσαν τόπο καταγωγής τον Πόντο και τα 47.091 δήλωσαν τόπο καταγωγής τον Καύκασο.
Οι Έλληνες της Γεωργίας πήγαν στο Βατούμ και από εκεί με πλοία έφτασαν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου εγκαταστάθηκαν κυρίως στους ποντιακούς οικισμούς της Καλαμαριάς. Ο συνολικός αριθμός των Ποντίων από τον Μικρασιατικό Πόντο και από την πρώην Σοβιετική Ένωση, οι οποίοι κατέφυγαν στο ελληνικό κράτος την περίοδο 1918-1930 είναι τουλάχιστον 230.000. Σύμφωνα με την πληθυσμιακή απογραφή του 1928, η οποία παρουσιάζεται στη στατιστική επετηρίδα της Ελλάδας του 1930, ο αριθμός των Ποντίων ανερχόταν σε 229.260 άτομα, από τα οποία τα 182.169 δήλωσαν τόπο καταγωγής τον Πόντο και τα 47.091 δήλωσαν τόπο καταγωγής τον Καύκασο.
Το δεύτερο μεγάλο κύμα
επιστροφής Ποντίων από τη Σοβιετική Ένωση προκλήθηκε από τις διώξεις σημαντικού
τμήματος του πληθυσμού στην περίοδο 1937-1939. Περίπου 20.000 Ελληνίδες και
παιδιά ήρθαν από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα το 1938.Εγκαταστάθηκαν σε
πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Μακεδονία, Αττική, Πελοπόννησο, ιδιαίτερα
στη Μακεδονία. Από το 1946 μέχρι το 1948 ήρθαν λίγες οικογένειες.
Το 1985 η άνοδος του Μ.
Γκορμπατσώφ στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ.Σ.Ε. καθόρισε την αρχή της
πολιτικής, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση του
μεταναστευτικού κύματος του 1987, το οποίο από το 1988 παρουσιάστηκε ιδιαιτέρως
αυξημένο. Οι τραγικές εξελίξεις που ακολούθησαν την περίοδο της
«ανασυγκρότησης» της Σοβιετικής Ένωσης (1985-1991) και την κατάρρευση του καθεστώτος
του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1991 είχαν άμεσες επιπτώσεις στις ελληνικές
κοινότητες της περιοχής. Οι περισσότεροι από 500.000 Έλληνες, που διαμένουν
στις δημοκρατίες της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών αντιμετωπίζουν από τα
τέλη της δεκαετίας του 1980 μεγάλη οικονομική κρίση και εθνικιστικές ταραχές.
Ειδικότερα, ενώ το 1987 ήρθαν από το σοβιετικό στο ελληνικό κράτος μόνο 527
άτομα, το 1988 ο αριθμός αυτός ανήλθε σε 1.365, το 1989 σε 6.791, το 1990 σε
13.836, το 1991 σε 11.420, το 1992 σε 8.563, το 1993 σε 10.926, το 1994 σε
5.793, το 1995 σε 6.551 και το 1996 σε 5.579 άτομα.
Η αξιοσημείωτη
εκπαίδευση στον Πόντο
Πριν από το διάταγμα
ανεξιθρησκείας, το «Χάττι Χουμαγιούν» (1856), η παιδεία στον Πόντο παρέχεται
μόνο από την Εκκλησία και ιδιαίτερα από τα Μοναστήρια Παναγίας Σουμελά,
Γ.Περιστερεώτα, Αγ. Ιωάννη Βαζαλώνα, Παναγίας Γουμερά, Αγ. Γεωργίου Χουτουρά,
Αγ. Γεωργίου Χαλιναρά, Αγ. Γεωργίου Χάρσερας κλπ. Η παρεχόμενη παιδεία, σ’ αυτό
το διάστημα, περιοριζόταν στην ανάγνωση και στη γραφή.Μετά το «Χάττι Χουμαγιούν»,
κυρίως μετά το 1880, η παιδεία αρχίζει να παρέχεται σε ειδικά διδακτήρια, στα
σχολεία, από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό, τους δασκάλους. Η παρεχόμενη
παιδεία παίρνει πιο ευρύτερο περιεχόμενο. Έτσι, το 1890 υπήρχαν στον Πόντο γύρω
στα 500 σχολεία, με πάνω από 20.000 μαθητές και πάνω από 500 δασκάλους.
Στον 20ο αιώνα η
παιδεία γνωρίζει αλματώδη ανάπτυξη στον Πόντο, όπου λειτουργούν σχολεία ακόμη
και στα μικρότερα χωριά. Στις αρχές ακόμη του αιώνα λειτουργούν περίπου 1.050
σχολαρχεία, αστικές σχολές και δημοτικά σχολεία, δύο γυμνάσια (Τραπεζούντας και
Αμισού) και εφτά ημιγυμνάσια (Αργυρούπολης, Κερασούντας, Σουρμένων, Κοτυώρων,
Σινώπης, Πάφρας, Ακ Νταγ Μαντέν). Οι μαθητές ανέρχονται σε 70.000 και οι
δάσκαλοι σε 1.230.
Οι Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι
του Πόντου, της Μ. Ασίας, της Κων/πολης και της Ελλάδας πρόσφεραν αξιόλογο έργο
και κατέχουν αξιοζήλευτη θέση στην ιστορία της παιδείας του Γένους: Μεριμνούσαν
για την ανέγερση διδακτηρίων, την οικονομική ενίσχυση των σχολείων, το διορισμό
δασκάλων, τον εξοπλισμό των σχολικών βιβλιοθηκών. Ιδιαίτερα φρόντιζαν να
στέλνουν Νηπιαγωγούς σε περιοχές, όπου οι Έλληνες μιλούσαν μόνο τα τουρκικά
(Καππαδοκία, μερικές περιοχές του Πόντου, Καραμανία).
Αξιόλογη ήταν η προσφορά του
Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Τραπεζούντας «Ξενοφών» (1871) της «Μέριμνας»
Τραπεζούντας, όπως και του Μικρασιατικού Συλλόγου «Ανατολή». Σε ολόκληρο τον
Πόντο υπήρχαν 37 τέτοιοι Σύλλογοι που πρόσφεραν τεράστιο εκπαιδευτικό και
μορφωτικό έργο.
Εξέχουσα θέση στην εκπαίδευση
κατείχε το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας:
Ιδρύθηκε το 1682 από τον
Τραπεζούντιο λόγιο Σεβαστό Κυμινήτη, σχολάρχη της Πατριαρχικής Σχολής της Πόλης
και μετέπειτα σχολάρχη της Αυθεντικής Ακαδημίας Βουκουρεστίου. Η ιστορία του
είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη των ελληνικών γραμμάτων στον Πόντο. Από τα
πρώτα χρόνια της λειτουργίας του έγινε ο πνευματικός φάρος του Ποντιακού
Ελληνισμού, τροφοδότης γενεών δασκάλων, που στελέχωναν τα ελληνικά σχολεία του
Πόντου, της Νότιας Ρωσίας και της Ρουμανίας, με ακτινοβολία σε όλο το Βαλκανικό
χώρο και ιδιαίτερα στο Βουκουρέστι και τη Βλαχία. Από τα θρανία του
αναδείχτηκαν σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες, σπουδαίοι εκκλησιαστικοί
άνδρες, καθηγητές και σχολάρχες, ιστορικοί, μελετητές, συγγραφείς και διαπρεπείς
έμποροι.
Το Φροντιστήριο λειτούργησε επί διακόσια
πενήντα έτη, με ελάχιστες και ασήμαντες διακοπές. Στον σχολάρχη Σάββα
Τριανταφυλλίδη οφείλεται η αναδιοργάνωσή του το 1817. Έκτοτε διεύθυναν το
Φροντιστήριο σπουδαίοι καθηγητές, όπως οι Π. Τριανταφυλλίδης, Κ. Ξανθόπουλος,
Κ. Παπαδόπουλος-Κυριακίδης, Μ. Παρανίκας, Ν. Λιθοξόος και άλλοι. Το νεότερο
περικαλλές κτίριο του Φροντιστηρίου, που σώζεται μέχρι σήμερα, κτίστηκε το
1902, ήταν τετραώροφο και επιθαλάσσιο με 42 αίθουσες, οι οποίες φωτίζονταν κατάλληλα,
είχαν πλήρη αερισμό και θερμαίνονταν με κεντρική θέρμανση. Για την κατασκευή
του δαπανήθηκαν 12.000 λίρες Τουρκίας που συγκεντρώθηκαν από εισφορές των
κατοίκων. Περιλάμβανε προκαταρκτική τάξη, κεντρικό δημοτικό σχολείο,
σχολαρχείο, γυμνάσιο, τμήμα εμπορικής σχολής και τμήμα διδασκαλείου.
Το Φροντιστήριο δεν ήταν μόνο ένα σπουδαίο
εκπαιδευτικό ίδρυμα, αλλά λειτουργούσε και ως σύμβολο και εθνική εστία που
διατηρούσε άσβεστα τα εθνικά ιδεώδη και τις ελληνικές παραδόσεις.
Σημαντική θέση κατείχαν, επίσης,
το Φροντιστήριο Κερασούντας , το Τσινέκειο Γυμνάσιο Αμισού και το Νηπιαγωγείο
της Αμισού.Τέλος, η έλευση Ποντίων μαθητών
στην Αθήνα για σπουδές στο Πανεπιστήμιο με στόχο, μετά τις σπουδές τους, να
στελεχώσουν τα εκπαιδευτήρια της ιδιαίτερης πατρίδας τους, παρατηρείται από τα
μέσα ακόμη του 19 αιώνα και αποδεικνύεται και από τα μητρώα του Πανεπιστημίου.
Πρώτος Πόντιος φοιτητής ( Φιλολογίας) του Πανεπιστημίου Αθηνών φέρεται ο
Τραπεζούντιος Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος.
Ο σπουδαίος και
αξιόλογος ρόλος των Ποντίων στις περιοχές της Ρωσίας και της Ελλάδος
Η συνεχής ενίσχυση των
ελληνικών χωριών αλλά και των αστικών κέντρων της περιοχής με νέους πληθυσμούς
συμπατριωτών τους, που συνεπάγονταν και ενίσχυση της ελληνικής ιδεολογίας,
ισχυροποίησε τη θέση των Ελλήνων στην περιοχή του Καυκάσου και της νότιας
Ρωσίας. Η ισότητα στις ευκαιρίες και στα δικαιώματα που απέκτησαν με τις
υπόλοιπες εθνότητες της ρωσικής αυτοκρατορίας πολλαπλασίασαν τις δυνατότητές
τους και τους βοήθησαν να κυριαρχήσουν σε διάφορους τομείς της κοινωνίας και
οικονομίας.
Το εμπόριο των σιτηρών πέρασε στα χέρια των Ελλήνων, ενώ η πόλη Ροστόβ επί του ποταμού Ντον έγινε το κέντρο του εμπορίου σιτηρών όλης της Ρωσίας, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε το Ταϊγάνιο, η δεύτερη σε σημασία για το εμπόριο των σιτηρών πόλη, που ελέγχονταν από τις ελληνικές εταιρείες. Η νέα αστική ελληνική τάξη που δημιουργήθηκε στις ρωσικές πόλεις, εκτός από τη συμμετοχή στον ελληνικό εθνικό αγώνα και την κυριαρχία της στο εμπόριο, έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ο Γ. Σαραντηνάκης για σειρά ετών διετέλεσε πρόεδρος της τοπικής αυτοδιοίκησης της περιοχής του Ντον και ταυτόχρονα πρόεδρος των ευγενών όλης της περιοχής, ενώ δεν πρέπει να λησμονείται και η περίπτωση του Γρ.Μαρασλή που εκλεγόταν δήμαρχος της Οδησσού για πέντε τετραετίες.
Το εμπόριο των σιτηρών πέρασε στα χέρια των Ελλήνων, ενώ η πόλη Ροστόβ επί του ποταμού Ντον έγινε το κέντρο του εμπορίου σιτηρών όλης της Ρωσίας, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε το Ταϊγάνιο, η δεύτερη σε σημασία για το εμπόριο των σιτηρών πόλη, που ελέγχονταν από τις ελληνικές εταιρείες. Η νέα αστική ελληνική τάξη που δημιουργήθηκε στις ρωσικές πόλεις, εκτός από τη συμμετοχή στον ελληνικό εθνικό αγώνα και την κυριαρχία της στο εμπόριο, έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ο Γ. Σαραντηνάκης για σειρά ετών διετέλεσε πρόεδρος της τοπικής αυτοδιοίκησης της περιοχής του Ντον και ταυτόχρονα πρόεδρος των ευγενών όλης της περιοχής, ενώ δεν πρέπει να λησμονείται και η περίπτωση του Γρ.Μαρασλή που εκλεγόταν δήμαρχος της Οδησσού για πέντε τετραετίες.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η
επιστροφή των Ποντίων στην μητέρα πατρίδα, καθώς ακολουθείται από θετικές
αλλαγές στον οικονομικό και κοινωνικό βίο της Ελλάδας.Αρχικά, στον εθνολογικό τομέα
όπου παρατηρείται: Το 1913 οι μειονότητες στην Ελλάδα αποτελούσαν περίπου το
13% του συνολικού πληθυσμού. Λίγο αργότερα, μάλιστα, το 1920, το ποσοστό αυτό
πλησίασε το 20%.Αυτό σημαίνει πως το 1920 ο ένας στους πέντε κατοίκους της
χώρας δεν ήταν Έλληνας. Μάλιστα στη Μακεδονία, το 1920, το ποσοστό του ελληνικού
πληθυσμού κυμαίνονταν γύρω στο 45%. Όμως, η μαζική εγκατάσταση προσφύγων,
κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αποχώρηση
300.000 περίπου Μουσουλμάνων και 60.000 περίπου Βούλγαρων, ανέτρεψε δραματικά
τα πληθυσμιακά δεδομένα. Έτσι, το 1926, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού της
Μακεδονίας έφτασε το 88,8% , ενώ το 1928 οι Έλληνες αποτελούσαν το 93,8% του
συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αυτό σημαίνει πως στα τέλη της δεκαετίας του
1920 η Ελλάδα ήταν το κράτος με τη μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια στη Βαλκανική.
Έπειτα, στον οικονομικό τομέα: Κι εδώ η
προσφορά των Ποντίων ήταν τεράστια. Στα τέλη του 1922 η οικονομία της χώρας
είχε σχεδόν αποσυντεθεί και η παραγωγή είχε πέσει πολύ χαμηλά. Όμως, οι Πόντιοι
ανέτρεψαν πλήρως την κατάσταση. Οι ανάγκες της εγκατάστασής τους οδήγησαν στην
απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και των μεγάλων κτημάτων που μέχρι τότε αποτελούσαν
την κύρια μορφή ιδιοκτησίας γης. Ακόμη, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες και
εφαρμόσθηκαν νέες τεχνικές. Πιο συγκεκριμένα, μέχρι το 1922 η σταφίδα
αποτελούσε την κύρια καλλιέργεια, λόγω, όμως, των συνεχών σταφιδικών κρίσεων
αντικαταστάθηκε από τον καπνό, ο οποίος κάλυψε το 70% περίπου των ελληνικών
εξαγωγών.
Η καλλιέργεια του καπνού γινόταν μάλιστα κατά τα 2/3 από Ποντίους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δέκα χρόνια μετά την επιστροφή τους η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί κατά 55% και το αγροτικό εισόδημα είχε διπλασιασθεί. Αλλά και στον τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας η προσφορά τους ήταν ευεργετική. Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι, όπως η μεταξουργία, η κεραμεική, η χαλκουργία, η ταπητουργία, η αργυροχοΐα και η βυρσοδεψία. Στο διάστημα 1923-1930 περισσότερες από 900 βιομηχανίες ιδρύθηκαν. Επίσης , στο ίδιο διάστημα, οι εμπορικές συναλλαγές της χώρας με το εξωτερικό σχεδόν διπλασιάσθηκαν.
Η καλλιέργεια του καπνού γινόταν μάλιστα κατά τα 2/3 από Ποντίους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δέκα χρόνια μετά την επιστροφή τους η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί κατά 55% και το αγροτικό εισόδημα είχε διπλασιασθεί. Αλλά και στον τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας η προσφορά τους ήταν ευεργετική. Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι, όπως η μεταξουργία, η κεραμεική, η χαλκουργία, η ταπητουργία, η αργυροχοΐα και η βυρσοδεψία. Στο διάστημα 1923-1930 περισσότερες από 900 βιομηχανίες ιδρύθηκαν. Επίσης , στο ίδιο διάστημα, οι εμπορικές συναλλαγές της χώρας με το εξωτερικό σχεδόν διπλασιάσθηκαν.
Και στον πνευματικό τομέα, η συμβολή τους ήταν τεράστιας σημασίας. Επιστήμονες, διανοούμενοι και διάφοροι άλλοι πνευματικοί άνθρωποι από τη Μ.Ασία λάμπρυναν με την παρουσία τους τον χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα ονόματα: ο αξέχαστος αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, ο φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής, ο Δημήτρης Γληνός, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Φώτης Κόντογλου, η Διδώ Σωτηρίου, η Μαρία Ιορδανίδου, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Κάρολος Κουν, ο Πάνος Κατσέλης, ο Μανώλης Καλομοίρης. Όσον αφορά, ειδικότερα, στην πνευματική συνεισφορά των Ποντίων είναι σημαντικό ότι το 1927 ιδρύθηκε η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών από ομάδα Ποντίων με επικεφαλής τον μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο. Επίσης, κυκλοφόρησαν τα εξής περιοδικά: Ποντιακά Φύλλα, Χρονικά του Πόντου, Ποντιακό Θέατρο, Ποντιακή Εστία, Φίλοι της Ποντιακής Μουσικής και φυσικά το περιοδικό Αρχείον Πόντου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Φωτιάδης
Κ., Οι εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου,
Θεσσαλονίκη(1988)
2) Φωτιάδης Κ., Ο Ελληνισμός της Σοβιετικής Ένωσης τον 20ο
αιώνα ,Ο Ποντιακός Ελληνισμός της τέως Σοβιετικής Ένωσης, Θεσσαλονίκη (1991)
3) Βεργέτη Μαρ. ,Τα
μεταναστευτικά κύματα των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης προς την
Ελλάδα τον 20ο
4)Ιστοσελίδαhttp://www.tovoion.com/
5) Χριστόφορος
Σοφιανίδης και Ρέντκο Γκαλίνα, Ελληνισμός του Πόντου από την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.,
Πτυχές του ζητήματος, εκδόσεις Πελασγός
...............................................................
Πρωτογενής έρευνα για την "Επαγγελματικής κατάσταση των Ελλήνων φοιτητών από τiς χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης
Η παραπάνω εργασία εκπονήθηκε το 2014 στα πλαίσια του μαθήματος του τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς "Ελληνική και Διεθνής Οικονομία",του καθηγητή Θεόδωρου Κατσανέβα, με επικεφαλής τον τελοιόφοιτο φοιτητή Αντώνη Τσότρα και την ευγενική παρότρυνση και βοήθεια του Προέδρου του Ποντιακού συλλόγου Αργώ Χριστόφορου Σοφιανίδη.
Σκοπός της πρωτογενούς έρευνας ήταν η διερεύνηση της "Επαγγελματικής κατάστασης των Ελλήνων φοιτητών από της χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης", με καταγραφή της διασποράς και των απόψεών τους για τα βιοποριστικά, κοινωνικά θέματα, αλλά και πώς το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα στην Ελλάδα επηρεάζει την εκπαίδευση και την επαγγελματική τους εξέλιξη. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή πληροφοριών, είναι η διανομή ερωτηματολογίων (βλ. παράρτημα) και οι προσωπικές συνεντεύξεις. Το δείγμα περιέλαβε 94 φοιτητές που ανήκουν στους Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ και φοιτούν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και κυρίως στο νομό Αττικής.
Οι φοιτητές κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις σχετικά με τις σπουδές, τις παρούσες και πιθανές επαγγελματικές δραστηριότητες και τις χώρες προέλευσης. Επιπλέον, τα ερωτηματολόγια περιλάμβαναν ερωτήσεις που αφορούσαν την επιθυμία τους για συνέχιση σπουδών στο εξωτερικό ή στην Ελλάδα, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν κατά την έλευση τους στην Ελλάδα, την υποκειμενική τους άποψη και τέλος για το αν το ελληνικό κράτος τους παρείχε οικονομική και κοινωνική υποστήριξη. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το 53% των φοιτητών σπουδάζει σε ΑΕΙ και το 47% σπουδάζει σε ΤΕΙ.
Οι φοιτητές παράλληλα με τις σπουδές τους στα ελληνικά Πανεπιστήμια και Σχολές, εργάζονται. Το 68% αντιμετώπισε προβλήματα κατά την έλευση στην Ελλάδα. Μεγάλα ποσοστά ερωτηθέντων δηλώνουν ότι δεν είχαν καμία χρηματοδότηση για ανάπτυξη επαγγελματικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας και καθόλου βοήθεια από το κράτος. Συμπεραίνουμε ότι η πλειοψηφία των φοιτητών που συμμετείχαν στην έρευνα έχει υποστεί κοινωνική και οικονομική ανισότητα και αγωνίζεται για να ανταπεξέλθει στα ελλαδικά δεδομένα. Επίσης η πολιτεία θα έπρεπε να έχει υποστηρίξει περισσότερο τις οικογένειες των φοιτητών αυτών κατά την έλευση και εγκατάσταση τους. Και τέλος, όσον αφορά, την επιχειρηματική δραστηριότητα τους θα ήταν καλό να υπάρχει καλύτερη ενημέρωση από το κράτος, καθώς και η χρηματοδότηση για ανάπτυξη νέων επαγγελματικών δραστηριοτήτων.Η αναλυτική παρουσίαση της έρευνας με τα σχετικά ιστογράμματα είναι διαθέσιμα για κάθε ενδιαφερόμενο.
Σκοπός της πρωτογενούς έρευνας ήταν η διερεύνηση της "Επαγγελματικής κατάστασης των Ελλήνων φοιτητών από της χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης", με καταγραφή της διασποράς και των απόψεών τους για τα βιοποριστικά, κοινωνικά θέματα, αλλά και πώς το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα στην Ελλάδα επηρεάζει την εκπαίδευση και την επαγγελματική τους εξέλιξη. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή πληροφοριών, είναι η διανομή ερωτηματολογίων (βλ. παράρτημα) και οι προσωπικές συνεντεύξεις. Το δείγμα περιέλαβε 94 φοιτητές που ανήκουν στους Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ και φοιτούν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και κυρίως στο νομό Αττικής.
Οι φοιτητές κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις σχετικά με τις σπουδές, τις παρούσες και πιθανές επαγγελματικές δραστηριότητες και τις χώρες προέλευσης. Επιπλέον, τα ερωτηματολόγια περιλάμβαναν ερωτήσεις που αφορούσαν την επιθυμία τους για συνέχιση σπουδών στο εξωτερικό ή στην Ελλάδα, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν κατά την έλευση τους στην Ελλάδα, την υποκειμενική τους άποψη και τέλος για το αν το ελληνικό κράτος τους παρείχε οικονομική και κοινωνική υποστήριξη. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το 53% των φοιτητών σπουδάζει σε ΑΕΙ και το 47% σπουδάζει σε ΤΕΙ.
Οι φοιτητές παράλληλα με τις σπουδές τους στα ελληνικά Πανεπιστήμια και Σχολές, εργάζονται. Το 68% αντιμετώπισε προβλήματα κατά την έλευση στην Ελλάδα. Μεγάλα ποσοστά ερωτηθέντων δηλώνουν ότι δεν είχαν καμία χρηματοδότηση για ανάπτυξη επαγγελματικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας και καθόλου βοήθεια από το κράτος. Συμπεραίνουμε ότι η πλειοψηφία των φοιτητών που συμμετείχαν στην έρευνα έχει υποστεί κοινωνική και οικονομική ανισότητα και αγωνίζεται για να ανταπεξέλθει στα ελλαδικά δεδομένα. Επίσης η πολιτεία θα έπρεπε να έχει υποστηρίξει περισσότερο τις οικογένειες των φοιτητών αυτών κατά την έλευση και εγκατάσταση τους. Και τέλος, όσον αφορά, την επιχειρηματική δραστηριότητα τους θα ήταν καλό να υπάρχει καλύτερη ενημέρωση από το κράτος, καθώς και η χρηματοδότηση για ανάπτυξη νέων επαγγελματικών δραστηριοτήτων.Η αναλυτική παρουσίαση της έρευνας με τα σχετικά ιστογράμματα είναι διαθέσιμα για κάθε ενδιαφερόμενο.
Διαπιστώσεις και Συμπεράσματα
Ειδικότερα η πρωτογενής έρευνα, περιελάμβανε σε πρώτο στάδιο την εύρεση Ελλήνων Ποντίων και μη από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης αλλά και αλλοεθνών από τις ίδιες χώρες, οι οποίοι είτε είναι απόφοιτοι, είτε φοιτούν ακόμα σε ελληνικά Πανεπιστήμια και σε δεύτερο στάδιο τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων. Τέλος, ακολούθησε μια στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων των ερωτηματολόγιων. Από όλες τις παραπάνω ενέργειες, αλλά και μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις, καταλήξαμε σε ορισμένα συμπεράσματα που αφορούν δυνατότητες συμμετοχής τους σε Πανεπιστήμια της Ελλάδας, προβλήματα που τυχών αντιμετώπισαν στη χώρα μας, καθώς επίσης την επαγγελματική και επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Διαπιστώσαμε, λοιπόν, τα εξής:
Από τους ερωτηθέντες, οι οποίοι οι περισσότεροι προέρχονται από τη Ρωσία και το Καζακστάν, φοιτούν σχεδόν οι μισοί σε ΑΕΙ και οι υπόλοιποι σε ΤΕΙ, ενώ το 1/3 κρίνει απαραίτητο να συνεχίσει σε μεταπτυχιακές σπουδές καθώς θεωρεί ανεπαρκές το υπάρχον πτυχίο.
Ένα θέμα που μας έκανε εντύπωση και δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα ήταν πόσοι από τους φοιτητές εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους. Οι περισσότεροι εργάζονται ή έχουν ανάγκη να εργαστούν, ενώ σπουδάζουν. Από τη μία αυτό ήταν ενθαρρυντικό καθώς οι νέοι έχουν όρεξη για εργασία και δεν αρκούνται στο να τους συντηρούν οι γονείς τους. Από την άλλη, σκεφτήκαμε ότι μάλλον οι νέοι, ανεξάρτητα από την επιθυμία τους, αναγκάζονται να εργαστούν λόγω των δύσκολων καιρών που διανύουμε.
Όσον αφορά τον ερχομό και την εγκατάσταση των Ποντίων στην Ελλάδα, δυστυχώς, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών αντιμετώπισαν στεγαστικά-οικιστικά προβλήματα, κοινωνική προκατάληψη και προβλήματα στην αναγνώριση των προσόντων τους. Η πολιτεία, επομένως, θα έπρεπε να έχει προνοήσει για την όσο το δυνατόν πιο ομαλή ένταξη των ελληνικών αυτών οικογενειών στα δεδομένα της χώρας μας. Το μόνο καλό ήταν το γεγονός ότι το 48% των ερωτηθέντων βρήκε σχετικά γρήγορα( εντός 6 μηνών) εργασία και το 23% μετά από 6 μήνες.
Στον τομέα της επαγγελματικής δραστηριότητας τα στοιχεία που είχαμε δεν ήταν αρκετά καθώς πολλοί δε γνώριζαν αν οι οικογένειες τους είχαν λάβει κάποια ενημέρωση για ανάπτυξη επαγγελματικής δραστηριότητας από κρατικό φορέα. Από εκείνους, όμως, που γνώριζαν βλέπουμε ότι το ποσοστό μεταξύ εκείνων που έλαβαν ενημέρωση και εκείνων που δεν έλαβαν έχει τεράστια διαφορά. Η ενημέρωση σχετίζεται με δυνατότητα διεκδίκησης χρηματοδότησης για ανάπτυξη επαγγελματικής δραστηριότητας και το αντίθετο. Επομένως, στην ερώτηση για το αν οι οικογένειες είχαν λάβει χρηματοδότηση ένα τεράστιο ποσοστό, αναλογικά αντίθετο με εκείνο της ενημέρωσης, απάντησε όχι, ενώ μόνο το 5% των οικογενειών των ερωτηθέντων χρηματοδοτήθηκε από κρατικό ή ευρωπαϊκό πρόγραμμα.
Όλα τα παραπάνω σχετίζονται άμεσα με την αδυναμία ή αμέλεια του ελληνικού κράτους για ένταξη των Ελλήνων κυρίως αλλά και αλλοεθνών από χώρες της Σοβιετικής Ένωσης που αναφέραμε παραπάνω.Πιο συγκεκριμένα τώρα θα αναφερθούμε στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας των οικογενειών των ερωτηθέντων. Εδώ τα αποτελέσματα είναι αρκετά αντικρουόμενα. Αυτό που εννοούμε είναι πως η βοήθεια από τη Πολιτεία για ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας των Ελλήνων και μη από την πρώην Σοβιετική Ένωση ήταν ελάχιστη έως ανύπαρκτη. Έτσι η επιχειρηματική δραστηριότητα του δείγματος περιορίζεται στο 35%. Παρόλα αυτά ένα μεγάλο ποσοστό θεωρεί πως υπάρχει ικανοποιητικός βαθμός επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα και επίσης δήλωσαν ότι θα τους ενδιέφερε η ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας με την χώρα από την οποία ήρθαν, και τις ευθύνες του ελληνικού κράτους να συμβάλλουν στην ανάπτυξη αυτής της δράσης, η οποία θα βοηθήσει στον τομέα των εξαγωγών και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Τέλος, σχετικά με την επαγγελματική δραστηριότητα των Ποντίων από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, τα στοιχεία μας δείχνουν ότι το 1/3 των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι κάποιος συγγενής τους απασχολείται με κάποια εργασιακή σχέση στον δημόσιο τομέα.
Αν και το δείγμα μας ήταν σχετικά μικρό καθώς δυσκολευτήκαμε να εντοπίσουμε άτομα πρώτης και δεύτερης γενιάς Ποντίων από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ που να ήταν και φοιτητές, μπορούμε ακόμα πιο συνοπτικά να καταλήξουμε στα κατωτέρω:
Είναι άτομα με αρκετές γνώσεις και καλό μορφωτικό επίπεδο, με όρεξη αλλά παράλληλα και με ανάγκη για εργασία. Το ελληνικό κρατικό σύστημα θα μπορούσε να βοηθήσει περισσότερο τις οικογένειες αυτές τόσο στεγαστικά, όσο και επαγγελματικά, άρα και οικονομικά. Οι οικογένειες, όμως, αυτές άσχετα από τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν στο ελληνικό κράτος, έχουν καταφέρει να ενταχθούν, ξεπερνώντας οποιαδήποτε δυσκολία, ακόμα και φαινόμενα διάκρισης και ανισότητας, απέναντί τους και να δημιουργήσουν αξιοπρεπής και αξιόλογες βιοτικές συνθήκες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου