Η
εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής παρουσίασε ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ για τα
ελληνικά παραδοσιακά ξύλινα καΐκια, τρεχαντήρια, καραβοσκαρα
κλπ., που έχουν μια τεράστια ιστορική διαδρομή και έζησαν μέχρι τα τελευταία
χρόνια μαζί με την Ελληνική ναυτοσύνη. Όμως, τα
ξύλινα καΐκια δεν "πεθαίνουν στη στεριά" όπως γράφει το νοσταλγικό
έως ρομαντικό ρεπορτάζ της Μαργαρίτας Πουρνάρα. Τα καΐκια
τα σκοτώνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, επιδοτώντας την καταστροφή τους. Όπως αναφέρεται
στο ρεπορτάζ, αυτό γίνεται γιατί η Ε.Ε επιδιώκει-λέει- να μειώσει την
υπεραλίευση. Μέγιστο ψέμα. Η επιδότηση δίνεται
για να αγοράσουν οι αλιείς
καινούρια μεγαλύτερα πλαστικά ή σιδερένια σκάφη, με την προϋπόθεση ότι δε θα ψαρεύουν
κοντά στις ακτές. Φυσικά αυτό δεν τηρείται και έτσι αντί να μειώνεται,
αυξάνεται η υπεραλίευση.
H
Ελληνίδα
Επίτροπος της ΕΕ για την αλιεία κα Μαρία
Δαμανάκη δεν έκανε απολύτως τίποτα
για το καταστροφικό αυτό θέατρο του παράλογου. Αλλά αν έκανε
κάτι δε θα γινόταν Επίτροπος. Εδώ, ας μου επιτραπεί να πω ότι, ως μέλος
της καλής Ομάδας του «Συνδέσμου
Φίλων Παραδοσιακών Σκαφών» με πρόεδρο τον φίλο και Πρύτανη των καραβομαραγκών και άλλους παθιασμένους με το ίδιο θέμα φίλους όπως Νίκος Καβαλιέρος, ο Γιώργος Ανωμερίτης κλπ., δώσαμε μάχη για να σταματήσει το αίσχος της επιδοτούμενης καταστροφής των παραδοσιακών σκαφών. Δαπανήσαμε άπειρο χρόνο σε ενέργειες, παραστάσεις, διαμαρτυρίες,καταγγελίες, παρακλήσεις. Κάναμε ότι μας ήταν δυνατό. Και πετύχαμε μια τρύπα στο νερό. Ζητήσαμε από την κυβέρνηση να κηρύξει τα ξύλινα σκάφη προστατευόμενο είδος όπως γίνεται για τα σπίτια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής αλλά και για τον... κορμοράνο. Εισπράττομε «τσάι και συμπάθεια». Οι υπερκείμενες δυνάμεις της ΕΕ ήταν πολύ πιο δυνατές και αποφασισμένες. Σιγά τώρα μην συγκινηθούν από τις παραστάσεις του «Συνδέσμου Φίλων Παραδοσιακών Σκαφών»!
Φίλων Παραδοσιακών Σκαφών» με πρόεδρο τον φίλο και Πρύτανη των καραβομαραγκών και άλλους παθιασμένους με το ίδιο θέμα φίλους όπως Νίκος Καβαλιέρος, ο Γιώργος Ανωμερίτης κλπ., δώσαμε μάχη για να σταματήσει το αίσχος της επιδοτούμενης καταστροφής των παραδοσιακών σκαφών. Δαπανήσαμε άπειρο χρόνο σε ενέργειες, παραστάσεις, διαμαρτυρίες,καταγγελίες, παρακλήσεις. Κάναμε ότι μας ήταν δυνατό. Και πετύχαμε μια τρύπα στο νερό. Ζητήσαμε από την κυβέρνηση να κηρύξει τα ξύλινα σκάφη προστατευόμενο είδος όπως γίνεται για τα σπίτια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής αλλά και για τον... κορμοράνο. Εισπράττομε «τσάι και συμπάθεια». Οι υπερκείμενες δυνάμεις της ΕΕ ήταν πολύ πιο δυνατές και αποφασισμένες. Σιγά τώρα μην συγκινηθούν από τις παραστάσεις του «Συνδέσμου Φίλων Παραδοσιακών Σκαφών»!
Η Ε.Ε.
παράλληλα με τα σκάφη σκοτώνει και τα
ελληνικά ναυπηγεία, μικρά και μεγάλα, με
διάφορους έξυπνους άμεσους ή έμμεσους τρόπους. Έτσι, η ναυτική Ελλάδα με ναυπηγική και θαλασσινή
παράδοση 3.000 χρόνων οδηγείται αναγκαστικά στην εισαγωγή σκαφών από την
Ευρώπη, από τη Γερμανία,Γαλλία, Ιταλία, Σκανδιναβία κλπ. Ο μεγαλύτερο όγκος
εισαγόμενων ιστιοπλοϊκών σκαφών στη χώρα μας προέρχεται από τη Γερμανική
Βαυαρία με τα γνωστά σκάφη Bavaria. Είναι να κλαις
και να γελάς μαζί. Η Βαυαρία δεν έχει θάλασσα! Και όμως εξάγει σκάφη στην
θαλασσινή Ελλάδα, της οποίας η ακτογραμμή είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, ενώ ο
Ελληνόκτητος στόλος είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο.
Υπάρχει
ένα σοκαριστικό βίντεο που σε κάποιο σημείο του, εμφανίζονται θηριώδεις μπουλντόζες να ξεσκίζουν τα ξύλινα
καϊκια. Μας πληρώνουν για να ξεσκίσουμε την
ιστορία μας και το κυριότερο, για να μην παράγουμε τίποτα. Μας δίνουν λεφτά για
ένα αρχικό διάστημαγια να ξεχάσουμε να ψαρεύουμε. Κάπως έτσι έδιναν χάντρες οι αποικιοκράτες στους
ιθαγενείς για να τους γλυκάνουν και να τους υποδουλώσουν.
Οι
Βρυξέλες υποθηκεύουν το μέλλον μας. Μας μετατρέπουν σε εισαγωγέα ακόμα και σε
ότι έχει σχέση με τη θάλασσα, το στοιχείο δηλ. που είναι κατ' εξοχήν δικό μας. Γινόμαστε υποχείριοι δανείων και
εξάρτησης. Και μη μου πείτε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να κατασκευάσει σκάφη, ότι
είμαστε ακριβοί, δεν έχουμε κατάλληλη τεχνογνωσία. Όταν εδώ οι πρόγονοί μας
έφτιαχναν σκάφη κάθε τύπου, οι Γερμανοί τρώγανε κουκουνάρια.
«Ξέρω ιστορίες από τους παππούδες μου και από παλιούς ψαράδες. Τότε που τα πλεούμενα δεν είχαν όργανα ναυτικά και έπρεπε να διαβάσουν τον ουρανό για να δούνε πότε έρχεται η καταιγίδα. Οταν την έβλεπαν στον ορίζοντα, έβγαιναν στην πλώρη. Σταύρωναν τον ορίζοντα με ένα μαχαίρι κι έλεγαν ξόρκια για να μην περάσει το κακό πάνω από το σκαρί. Μα και αν ξέσπαγε τελικά η φουρτούνα, μιλάγανε στο καΐκι. Του ετάζανε κάτι, για να τους βγάλει σώους στη στεριά. Ενα καλό καρνάγιο, μια γερή επισκευή, ένα βάψιμο. Και κράταγαν τον λόγο τους γιατί το ξύλινο σκαρί είναι σαν άνθρωπος. Ακούει. Και όταν το διαλύει μια μπουλντόζα, αγκομαχάει σαν να βγαίνει η ψυχή του...».
Ο Γιάννης Πράσινος στέκεται όρθιος στο τιμόνι με τα μάτια στυλωμένα στο πέλαγος. Κουμαντάρει το σκαρί του, τη «Χρύσα», με χάρη και φυσικότητα. Αλλωστε, το έχει φτιάξει με τα χέρια του.
Ο Γιάννης Πράσινος στο σκάφος του. (Φωτογραφία: Νίκος Κοκκαλιάς)
Λίγο πριν κλείσει τα 50 του χρόνια, πρέπει να είναι σήμερα ο νεότερος καραβομαραγκός στην Ελλάδα, τέταρτη γενιά μέσα στο καρνάγιο, δεμένος από γεννησιμιού του με τη θάλασσα. Με ένα φορτίο στους ώμους: να διαφυλάξει μια τέχνη 2.500 ετών που κινδυνεύει να χαθεί.
Μυστικά που περνούσαν από τον πρωτομάστορα στον παραγιό και δεν θα γραφτούν ποτέ σε βιβλία. Τεχνικές εμπειρικές, δοκιμασμένες μέσα στους αιώνες για να αντέχουν τα πλεούμενα στον υψίσυχνο κυματισμό του Αιγαίου. Την κρυφή ιεροτελεστία για το πότε κόβεται ένα δέντρο («Γενάρη μήνα με γεμάτο φεγγάρι για να έχει τους χυμούς του») και πώς πελεκιέται για να γίνει άλμπουρο.
Είναι ο τελευταίος αφηγητής μιας ιστορίας που ξεκινά στην αρχαιότητα και φτάνει μέχρι τον Παπαδιαμάντη και τη Φραγκογιαννού, «που έβλεπεν την θάλασσαν ωσάν κεντητή, πεποικιλμένη» από τα λευκά αυλάκια που άφηναν πίσω τους οι γολέτες, οι μπρατσέρες και τα καΐκια.
Καρνάγιο στις Σπέτσες. (Φωτογραφία: Enri Canaj)
Μπορεί σε λίγο καιρό να καμαρώνουμε πια τα ξύλινα πλεούμενα μόνο μέσα στις σελίδες των μυθιστορημάτων. Γιατί το πέλαγος έχει πια αδειάσει. Σύμφωνα με την καταγραφή του Ελληνικού Συνδέσμου Παραδοσιακών Σκαφών, από τα 14.500 ξύλινα σκάφη που διέθετε η χώρα μας (ο μεγαλύτερος αλιευτικός στόλος στην Ευρώπη), έχουν καταστραφεί 12.500 μέσα σε 20 χρόνια.
Από το 1996, οπότε τέθηκε σε ισχύ με πρωτοβουλία της Ε.Ε., η νομοθεσία για τον περιορισμό της υπεραλίευσης, χιλιάδες Ελληνες αλιείς παρέδωσαν την άδειά τους και συναίνεσαν να καταστραφούν ολοσχερώς τα καΐκια τους, εισπράττοντας γερές αμοιβές. Μαζί με τα πλεούμενα, χάνονται και οι τεχνίτες. Καλαφάτες, αρμαδόροι, ιστιοράπτες μετριούνται στα δάχτυλα. Οσα καρνάγια έχουν απομείνει δίνουν μάχη για να κρατήσουν τις θέσεις τους στα λιμάνια, που τις εποφθαλμιούν ιδιοκτήτες μπαρ.
«Το ξύλο είναι ζωντανό»
Ταξιδεύουμε με τον Πράσινο από τη Σαλαμίνα, όπου ζει, στον Πόρο για το φετινό Ναυτικό Σαλόνι Παραδοσιακών Σκαφών που οργανώνει ο Σύνδεσμος.
Το ταξίδι στον Πόρο. (Φωτογραφία: Νίκος Κοκκαλιάς)
«Ο καλός καραβομαραγκός πρέπει να μπορεί το βράδυ που πέφτει για ύπνο να ονειρευτεί ολοκληρωμένο το πλεούμενο που θα φτιάξει. Αν δεν συμβεί αυτό, δεν τελειώνει ποτέ το σκαρί. Και κάτι ακόμα: να σέβεται το ξύλο γιατί είναι ζωντανό. Να μην το χτυπάει ή το τρυπά άσκοπα. Να του φέρεται ωραία», λέει ο κ. Πράσινος.
«Ο καλός τεχνίτης ποτέ δεν φτιάχνει ίδιο σκαρί. Οταν σκαρώνει ένα πλεούμενο έχει δίπλα του ένα βαρέλι και πετάει μέσα τα χνάρια (τα ξύλα πάνω στα οποία κόβονταν οι νομείς, όπως το πατρόν στη ραπτική) και τα καίει. Κάθε σκάφος είναι μοναδικό. Και γι’ αυτό όταν καταστρέφεται, χάνεται κάτι για πάντα. Οι ψαράδες αφήνουν το επάγγελμα διότι δεν μπορούν να θρέψουν τις οικογένειές τους. Το εισαγόμενο ψάρι είναι πιο φθηνό από το ελληνικό».
«Πολλοί κλαίνε όταν βλέπουν να σπάει το καΐκι τους η μπουλντόζα. Εγώ νιώθω σαν να μου κόβουν το χέρι».
-Γιάννης Πράσινος, καραβομαραγκός
«Πολλοί κλαίνε όταν βλέπουν να σπάει το καΐκι τους η μπουλντόζα. Εγώ νιώθω σαν να μου κόβουν το χέρι. Εχει τύχει να δω καΐκια που έφτιαξα, διαλυμένα και αναγνωρίζω κάθε κομμάτι. Θυμάμαι πόσο χρόνο και κόπο μού πήρε να το φτιάξω. Μα και μια παιδική ζωγραφιά να είχε κάποιος θα την έσκιζε χωρίς να πονέσει; Μακάρι το κράτος να δώσει οικονομικά κίνητρα για να βοηθήσει αυτούς που θα ήθελαν να σώσουν ένα σκαρί. Πολλοί θα ήθελαν να έχουν ένα τέτοιο πλεούμενο, ακόμα και αν η συντήρησή του κοστίζει παραπάνω από ένα πλαστικό. Ολη η Ελλάδα είναι ένα νησί».
Κεραυνοβόλος έρωτας
Στο λιμάνι συναντήσαμε τον Πάνο Χασάπη, που μόλις είχε δέσει και μαστόρευε πάνω στην κουβέρτα της υδραίικης βάρκας του, τη «Χρυσοπηγή»: «Την έφτιαξα στις αρχές του 2000. Η χαρά που έχει δώσει στην οικογένειά μου και στους φίλους μου είναι τεράστια. Και είναι το τελευταίο πράγμα από το οποίο θα θέλαμε να αποχωριστούμε, ακόμα και αν κινδυνεύαμε να χάσουμε το σπίτι μας. Το κράτος θα έπρεπε να προστατεύσει τα ξύλινα σκαριά δίνοντας κίνητρα για τη διάσωση, όχι για την απόλαυση του κάθε ιδιώτη αλλά για να διαφυλάξει την παράδοση της ναυπηγικής τέχνης που είναι σε μεγάλο βαθμό εμπειρική. Αν χαθεί μια γενιά μαστόρων, τότε θα κοπεί για πάντα το νήμα. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος του εμπορικού στόλου και μαζί τα καραβόσκαρα και τις μπρατσέρες που δεν ξαναέγιναν ποτέ. Τώρα καταστρέφουμε μόνοι μας όλα τα ξύλινα σκαριά. Θα περπατάμε στα λιμάνια και δεν θα έχουμε σκάφη να χαζέψουμε».
Τα καΐκια στο λιμάνι του Πόρου. (Φωτογραφίες: Νίκος Κοκκαλιάς)
Από το Ναυτικό Σαλόνι έλειπε ένα σκαρί που θεωρείται από πολλούς το ομορφότερο και πιο τυχερό του Αιγαίου. Η «Φανερωμένη» βρίσκεται στο μόνιμο αγκυροβόλι της, σε ένα νησάκι του Κορινθιακού Κόλπου. Ηρθε όμως στον Πόρο ο ιδιοκτήτης της Νίκος Ρηγινός, που την αγόρασε πριν από 30 χρόνια και την έχει φροντίσει με τρομερή στοργή, επαναφέροντάς την στην αρχική μορφή που είχε το 1945, όταν πρωτοέπεσε στο νερό.
«Ηταν κεραυνοβόλος έρωτας. Αυτό το καΐκι, όμως, έγινε η ζωή μου».
-Νίκος Ρηγινός, ιδιοκτήτης σκάφους
«Με έλεγαν λοξό και ψώνιο όταν την αγόρασα. Ηταν κεραυνοβόλος έρωτας. Αυτό το καΐκι, όμως, έγινε η ζωή μου. Η μόνη λύση είναι να παραχωρήσει η πολιτεία έναν ασφαλή λιμένα αποκλειστικά στα ξύλινα σκαριά και οι ιδιοκτήτες τους να μην πληρώνουν το αντίτιμο του ελλιμενισμού. Εκεί θα συγκεντρωθούν και οι τεχνίτες που σχετίζονται με την παραδοσιακή ναυπηγική. Αυτό έχει συμβεί σε άλλες χώρες και μια φορά τον χρόνο γίνεται μια τεράστια παρέλαση με χιλιάδες πλεούμενα, γεγονός με τεράστια δημοφιλία και δημοσιότητα», λέει ο ιδιοκτήτης της «Φανερωμένης».
Μαζί του συμφωνεί και ο Νίκος Καβαλιέρος, πρόεδρος του Συνδέσμου των Παραδοσιακών Σκαφών, του θεσμού που έχει δώσει τεράστια μάχη για το ζήτημα της διάσωσης και της ευαισθητοποίησης: «Η πολιτεία φέρει τεράστια ευθύνη, διότι η νομοθεσία θα μπορούσε να εφαρμοστεί διαφορετικά, αφού προβλέπεται το περιθώριο για εναλλακτική χρήση των παραδοσιακών σκαφών. Να αξιοποιηθούν τουριστικά ή ακόμα και να καταβυθιστούν για να φιλοξενήσουν πληθυσμούς ψαριών. Ομως το κράτος κωφεύει στο έγκλημα». Δεν είναι μόνο το κράτος αλλά και οι άνθρωποι που αδιαφορούν. Γιατί; Τον λόγο τον βρίσκει κανείς στη θαυμάσια έκθεση του Αμερικανού φωτογράφου Ρόμπερτ Μακέιμπ στην γκαλερί Citronne του Πόρου με ελληνικά καΐκια της δεκαετίας του ‘50 και του ‘60, τα έσοδα της οποίας θα διατεθούν υπέρ του Συνδέσμου. Στα ξύλινα σκαριά και στους ψαράδες αντικατοπτρίζεται η Ελλάδα του μόχθου, της φτώχειας, που θελήσαμε να βάλουμε στην άκρη....
Ομορφο, καλοδουλεμένο, καλοτάξιδο
«Το σκάφος πρέπει να έχει τρία χαρίσματα. Να είναι όμορφο, καλοδουλεμένο και καλοτάξιδο. Ενα αν λείπει, χάνονται και τα άλλα δύο. Και καλή πλεύση να έχει το σκαρί, τι να το κάνεις άμα είναι άσχημο», λέει ένας από τους μεγαλύτερους σε ηλικία και πιο πεπειραμένους καραβομαραγκούς.
Ο καραβομαραγκός Ντίνος Κορακής. (Φωτογραφία: Enri Canaj)
Η «Κ» επισκέφθηκε τον μάστρο-Ντίνο Κορακή στο καρνάγιο του, στις Σπέτσες, το 2015. Ηταν εξοργισμένος με την πολιτεία, η οποία θεωρεί ότι οι παραδοσιακοί ταρσανάδες έχουν καταπατήσει τον αιγιαλό, ενώ βρίσκονται στην ίδια τοποθεσία εδώ και εκατοντάδες χρόνια.
Καΐκια στις Σπέτσες. (Φωτογραφία: Enri Canaj)
«Θέλουν να μας διώξουνε από αυτό το μέρος που έχουμε τους ταρσανάδες στο νησί», είπε. «Μα δεν έχουμε αλλάξει πόστο από την Τουρκοκρατία. Και οι παππούδες και οι προπάπποι εδώ ήταν. Τα τελευταία χρόνια, κάθε τόσο έχουμε προβλήματα με το Λιμενικό Ταμείο και την Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου. Η δουλειά που κάνουμε είναι η πιο δύσκολη, έχει παιδεψιές. Ποιος νέος θα έρθει να μάθει όταν σε κυνηγούν με πρόστιμα και με δικαστήρια; Με τι κέφι θα δουλέψει; Με την απειλή της έξωσης;»
Βίντεο: Τα καΐκια πεθαίνουν στη στεριά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου