Μια βασική συνιστώσα της ευρωζώνης που ελάχιστα έχει συζητηθεί είναι το γεγονός ότι, το υπερτιμημένο ευρώ ευνοεί κυρίως τις χώρες που παράγουν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και
καινοτομίας. Από τη στιγμή που ένα νέο προϊόν, λχ ένα καινούριο
αποτελεσματικό
φάρμακο, κατοχυρώσει την πατέντα παραγωγής του που δεν μπορεί να αντιγραφεί για
τουλάχιστον είκοσι χρόνια, το κόστος παραγωγής του είναι ασήμαντο.
Αλλά η τιμή
πώλησής του είναι πολύ υψηλή με ανάλογα μεγάλο περιθώριο κέρδους, αφού εμπεριέχει
πολύ μικρό κόστος εργασίας και πρώτων υλών. Ένας σύγχρονος μαγνητικός
τομογράφος, π.χ. της Seamens,
πωλείται πολύ ακριβά γιατί θεωρείται αναγκαία η αγορά του στη διεθνή αγορά. Επι πλέον, σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές πωλούνται τα ανταλλακτικά του.
Η συγκεκριμένη εταιρεία, όπως και άλλες πολυεθνικές, φροντίζουν να έχουν ένα
«καλολαδωμένο» δίκτυο αγοραστών σε όλες τις χώρες. Έτσι το σκληρό, το
υπερτιμημένο ευρώ, ευνοεί κυρίως χώρες όπως η Γερμανία που επικεντρώνονται στην
τεχνολογία και την καινοτομία. Και κερδοσκοπεί από τις ακριβές εξαγωγές
τεχνολογικών προϊόντων, τη διαφορά των spreads και τα χαμηλά, από τα μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια
καταθέσεων και ομολόγων που συλλέγει μαζικά από όλες τις χώρες, αφού θεωρείται
ασφαλής επενδυτικός προορισμός.
Αντίθετα η Ελλάδα, παρ’ όλο που
διαθέτει ένα τεράστιο επιστημονικό δυναμικό που έχει μεταναστεύσει στο
εξωτερικό, έχει ως κύριο παραγωγικό προσανατολισμό τον τουρισμό και τη γεωργία,
που απαιτούν παραγωγική διαδικασία έντασης εργασίας.
Χρειαζόμαστε δηλ. πολλά
εργατικά χέρια,το κόστος των οποίων δεν μπορεί να συμπιεστεί κάτω από ένα
ορισμένο επίπεδο,ώστε το συνολικό κόστος παραγωγής να είναι χαμηλότερο ή ίσο με
αυτό των ανταγωνιστών μας. Το δωμάτιο ενός ελληνικού ξενοδοχείου, λόγω της
υψηλής ισοτιμίας του ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων, στοιχίζει περίπου το
διπλάσιο απ’ ότι ένα αντίστοιχο στην Τουρκία, στην Αίγυπτο, στη Βουλγαρία, στη
Ρουμανία, στην Ουγγαρία.
Λόγω του σκληρού, του ακριβού
ευρώ, σε συνδυασμό με την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις
αρνητικές επιπτώσεις των επιδοτήσεων, καταστρέφεται η αγροτική μας παραγωγή,
όπου η συμμετοχή του κόστους εργασίας ανέρχεται σε 70-80-% του συνολικού
κόστους παραγωγής.
Τα πορτοκάλια, τα λεμόνια, τα ροδάκινα, τα κεράσια οι ελιές
μας πέφτουν από τα δέντρα και σαπίζουν, αφού οι εισαγωγές από τη μακρινή
Αργεντινή, το Μαρόκο, την Αίγυπτο,κλπ., είναι φτηνότερες. Ακόμα και ο ποιο
χαμηλά αμειβόμενος εργάτης γης που αμείβεται σε ευρώ, Έλληνας ή μετανάστης,
στοιχίζει πολύ ποιό ακριβά από ότι σε μια ανταγωνιστική μας χώρα όπου αμείβεται
σε υποτιμημένο νόμισμα.
Αν ένας εργάτης γης στην Ελλάδα στοιχίζει το λιγότερο
25 ευρώ, στην Τουρκία στοιχίζει σε τούρκικες λίρες που αντιστοιχούν περίπου σε
10-15 ευρώ. Το κόστος ζωής στη γειτονική χώρα είναι χαμηλότερο λόγω της υποτιμημένης τουρκικής
λίρας και τα περισσότερα καταναλωτικά είδη που αγοράζει ο Τούρκος εργαζόμενος,
είναι επίσης πιο φτηνά. Με άλλα λόγια, η αγοραστική δύναμη των 25 ευρώ στην
Ελλάδα αντιστοιχεί σε 12-15 ευρώ στην Τουρκία ή στη Βουλγαρία.
Το γεγονός ότι η Βουλγαρία ανήκει
στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά όχι στην ευρωζώνη και έχει το δικό της υποτιμημένο
νόμισμα σε σχέση με το ευρώ, έχει οδηγήσει χιλιάδες ελληνικές εταιρείες να
μεταφέρουν εκεί την έδρα τους. Αυτό επιτείνεται από κατά το ήμισυ τουλάχιστον
επιβαρύνσεις από άμεση και έμμεση φορολογία επιχειρήσεων και ιδιωτών στη Βουλγαρία σε σχέση με την Ελλάδα.
Οδηγοί φορτηγών και
λεωφορείων από τη Βουλγαρία, αντικαθιστούν Έλληνες συναδέλφους τους με πολύ
μικρότερη αμοιβή, αφού το εκεί κόστος ζωής είναι επίσης πολύ χαμηλό. Έλληνες
συνταξιούχοι μετακομίζουν στη Βουλγαρία γιατί στη Βουλγαρία η πενιχρή σύνταξή
τους σε ευρώ, έχει μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη. Πολλοί Έλληνες καταναλωτές στα
σύνορα με την Αλβανία,τα Σκόπια, τη Βουλγαρία, την Τουρκία, επισκέπτονται σε
μονοήμερα ταξίδια τις χώρες αυτές και προμηθεύονται κάθε είδους φτηνά προϊόντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου