19 Νοε 2019

Τα προβλήματα της απασχόλησης και ο ρόλος της Συμβουλευτικής και του Επαγγελματικού Προσανατολισμού.


 Η διάρθρωση της απασχόλησης στην Ελλάδα σε σχέση με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζει κοινά σημεία, αλλά και αρκετές ιδιαιτερότητες. Το σύνολο του εργατικού δυναμικού, ανέρχεται σε 4,4 εκ. και της απασχόλησης σε 3,9 εκ. άτομα σε πληθυσμό περίπου 11 εκ. κατοίκων[2]. Η συμμετοχή του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία εικοσαετία, φτάνοντας το  60,8% το 2001(βλέπε πίνακα 1). Ωστόσο, η αύξηση του εργατικού δυναμικού οφείλεται κυρίως στην είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας, με τη συμμετοχή των ανδρών να παρουσιάζει ελαφριά πτώση. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των γυναικών, σύμφωνα με την απογραφή της ΕΣΥΕ το 2001, ήταν 46,1%, αυξημένο δηλαδή σημαντικά σε

σχέση με το 35% του 1981. Αντίθετα, το ποσοστό των ανδρών παρουσίασε πτώση, πέφτοντας στο 75% σε σχέση με το 81.8% του 1981 (πίνακας 1). Παρατηρείται δηλαδή, μια τάση εγκατάλειψης του μοντέλου οικογένειας κατά το οποίο ο άνδρας έχει αποκλειστικά την ευθύνη της εξασφάλισης οικονομικών πόρων (bread winner). Ταυτόχρονα, οι γυναίκες εισβάλλοντας στην αγορά εργασίας μειώνουν τη συμμετοχή τους στις οικογενειακές επιχειρήσεις, στις οποίες εργάζονται χωρίς αμοιβή (11% το 2001 σε σχέση με το 25% του 1991). Το ποσοστό των απασχολουμένων ηλικίας 14-64 ετών είναι με διεθνή κριτήρια σχετικά χαμηλό, αφού ανέρχεται σε 56,7% του συνολικού πληθυσμού έναντι 64,3% αντίστοιχα του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Πολύ χαμηλά είναι τα ποσοστά των απασχολουμένων στις ηλικίες μεταξύ 15-24 ετών, που βρίσκονται σε επίπεδα μόλις 26,6% έναντι 40,6% της ΕΕ αντίστοιχα. Αντίθετα, στις σχετικά μεγάλες ηλικίες 55-64 ετών, τα ποσοστά των απασχολουμένων στο σύνολο του πληθυσμού στην Ελλάδα είναι λίγο χαμηλότερα από αυτά της ΕΕ (39,7% έναντι 40.1%). Πολύ υψηλά είναι τα ποσοστά των αυτοαπασχολούμενων[3] στη χώρα μας (41.8% έναντι 14,6%), ενώ το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση των μερικώς απασχολούμενων (4,5% έναντι 18.1%) και των προσωρινά απασχολουμένων.

Η απασχόληση[4] στη γεωργία, στον πρωτογενή δηλαδή τομέα, αν και μειώνεται σημαντικά σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, βρίσκεται ακόμη σε υψηλά επίπεδα, της τάξης του 16.1% στο σύνολο της απασχόλησης έναντι 4,1% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίστοιχα. Η απασχόληση στη βιομηχανία, έχει πτωτική τάση και ανέρχεται σε 23,8% της συνολικής απασχόλησης έναντι 25% της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απασχόληση στις υπηρεσίες αντιπροσωπεύει το 60% της συνολικής απασχόλησης στην Ελλάδα έναντι 71% στην Ε. Ε. Επίσης, πολύ σημαντική είναι η αύξηση του μεριδίου της απασχόλησης  ατόμων με ανώτατες σπουδές, αφού το σχετικό ποσοστό ανέρχεται στο 28% της συνολικής απασχόλησης όταν το 1981 ήταν μόλις 11%. Τα ποσοστά απασχόλησης των αντρών ηλικίας 15-64 ετών στο σύνολο του πληθυσμού στην Ελλάδα βρίσκονται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (71,4% έναντι 72,8%). Αρκετά χαμηλά είναι αυτά των γυναικών (42,5% έναντι 55,6%), παρ’ όλο που η συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς και στη χώρα μας.

Η ανεργία στο σύνολο του εργατικού δυναμικού 15-64 ετών διατηρείται σε υψηλά επίπεδα της τάξης του 10% έναντι 7,7% του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ η ανεργία των νέων ηλικίας 15-24 ετών ανέρχεται σε 26,4% έναντι 15,1% αντίστοιχα. Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται να αντιμετωπίζουν οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας (48% το 2001), τόσο άνδρες και γυναίκες (49% και 47% αντίστοιχα).  Επίσης, οι γυναίκες πλήττονται από υψηλά ποσοστά ανεργίας που είναι μεγαλύτερα σε σχέση με όλες τις ηλικιακές ομάδες (13,4% έναντι 9,7% για τους άντρες). Επιπλέον, ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς εργασίας στο οποίο πρέπει να γίνει αναφορά είναι το φαινόμενο της ανεργίας των «λευκών κολάρων», δηλαδή της ανεργίας των ατόμων με ανώτατες σπουδές. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως το 2001, η ανεργία για τα άτομα με σπουδές μεταπτυχιακού επιπέδου ήταν 9.9%, ενώ η ανεργία για τους αποφοίτους δημοτικού ήταν 7.8% (πίνακας 3). Το φαινόμενο αυτό έχει τονιστεί σε μελέτες πολλών ερευνητικών ινστιτούτων και οργανισμών[5], ενώ έρχεται σε αντίθεση με την κατάσταση που επικρατεί στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, δηλαδή της περίπτωσης που άτομα με υψηλή εκπαίδευση αντιμετωπίζουν χαμηλό κίνδυνο ανεργίας[6].  Τέλος, όσον αφορά την περιφερειακή κατανομή της ανεργίας, το μεγαλύτερο πρόβλημα παρουσιάζεται στη Δυτική Ελλάδα, τη Δυτική Μακεδονία, τα Ιόνια Νησιά και το Νότιο Αιγαίο, στις οποίες η ανεργία κατά το 2001 ήταν περίπου 15% (πίνακας 4).

Το ποσοστό των μισθωτών στο σύνολο της απασχόλησης βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, της τάξης του 58,4% έναντι 84,2% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προφανώς αυτό εξηγείται λόγω της μεγάλης συμμετοχής της γεωργίας και των αυτοαπασχολούμενων στο σύνολο της απασχόλησης. Ικανοποιητικό είναι το επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού σε σχέση με κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αντίθεση με τη δια βίου κατάρτιση και ορισμένους άλλους δείκτες.

Η χαμηλή γεννητικότητα και η δημογραφική γήρανση του ελληνικού πληθυσμού αποτελούν ένα σοβαρότατο πρόβλημα που επηρεάζει και τη διάρθρωση και την ποιότητα της απασχόλησης στην Ελλάδα. Το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού γίνεται εύκολα αντιληπτό από την εικόνα της ηλικιακής διάρθρωσης (πίνακας 5). Ο αριθμός των ατόμων κάτω από 20 έχει ελαττωθεί σημαντικά, ενώ σε αντίθεση ο αντίστοιχος της ομάδας 65 και άνω, έχει αυξηθεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ομάδα ατόμων κάτω των 14 παρατηρείται μείωση όχι μόνο του ποσοστού στο συνολικό αριθμό,  αλλά μείωση και σε πραγματικούς αριθμούς. Επιπλέον, για τα άτομα κάτω των 20, τα σχετικά ποσοστά έχουν μειωθεί σε αντίθεση με την μεγάλη αύξηση για άτομα 65 και άνω. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1981-2001 ειδικότερα, η ομάδα των ατόμων με ηλικία άνω των 65 αυξήθηκε κατά 42% .
 Ο δείκτης γονιμότητας το 1999 είναι περίπου 1,3 παιδιά ανά Ελληνίδα γυναίκα, ενώ απαιτείται να είναι 2,1 (όπως ήταν το 1980), για να υπάρχει μια φυσιολογική αύξηση του πληθυσμού. Η μείωση της γονιμότητας, αλλά και η αύξηση των ορίων ηλικίας (82 για τις γυναίκες και 76 για τους άντρες), τείνουν να αναστρέψουν τη δημογραφική πυραμίδα υπέρ των μεγαλύτερων ηλικιών με σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το μέλλον της χώρας. Στην περίπτωση μάλιστα που δεν ανατραπεί το φαινόμενο της υπογεννητικότητας, προβλέπεται ότι το 2050 ο ελληνογενής πληθυσμός θα μειωθεί σε επίπεδα της τάξης του 8,5 εκ. ατόμων, από τα οποία το 40% θα είναι άνω των 60 ετών.

Την ίδια περίοδο η χώρα μας γίνεται πόλος έλξης πολυάριθμων ομοεθνών και κυρίως αλλοδαπών μεταναστών και λαθρομεταναστών, νόμιμων ή παράνομων, οι οποίοι υπολογίζονται περίπου σε 1 εκ. άτομα, αντιπροσωπεύουν δηλαδή το 9% περίπου του πληθυσμού της χώρας. Στο σύνολο των ατόμων αυτών, από τα οποία οι ελληνογενείς υπολογίζονται περίπου σε 150.000, εκτιμάται, κατά πολύ μεγάλη προσέγγιση, ότι οι 800.000 συμμετέχουν ή επιθυμούν να συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό. Αυτό σημαίνει ότι στο σύνολο του εργατικού δυναμικού των 4,4 εκ. οι μετανάστες ή οι λαθρομετανάστες αντιπροσωπεύουν περίπου το 20%. Υπολογίζεται επιπλέον ότι σήμερα το 10,5% των μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και το 4,5% στη δευτεροβάθμια, είναι παιδιά μεταναστών. Το μεγαλύτερο μέρος των αλλοδαπών εργαζομένων, από τους οποίους οι μισοί περίπου προέρχονται από την Αλβανία, συγκεντρώνεται στην Αττική, και ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία, η Πελοπόννησος, η Θεσσαλία, η Κρήτη, η Στερεά και η Δυτική Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι στη διάρκεια της δεκαετίας 1991-2001, η φυσική αύξηση του πληθυσμού κατά 680.000 άτομα περίπου οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στους αλλοδαπούς, αφού η διαφορά γεννήσεων και θανάτων του γηγενούς πληθυσμού είναι μόλις 25.000 άτομα.

Η παραοικονομία, η μη καταγραμμένη, η λαθραία εργασία κυρίως των μεταναστών και των λαθρομεταναστών βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, πολύ υψηλότερα από τα μέσα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από διάφορες εκτιμήσεις[7], η παραοικονομία υπολογίζεται ότι ξεπερνά το 30% του ΑΕΠ της χώρας και αντίστοιχα η λαθραία εργασία βρίσκεται σε επίπεδα πάνω από 20% του εργατικού δυναμικού, όπου περιλαμβάνονται ελληνογενείς και κυρίως αλλογενείς εργαζόμενοι.

Ο θεσμός του επαγγελματικού προσανατολισμού εφ΄ όσον αναβαθμιστεί και εκσυγχρονιστεί ριζικά, θα μπορούσε να συμβάλλει αποφασιστικά όχι μόνο στην καταπολέμηση της ανεργίας, αλλά και στον εξορθολογισμό των προβλημάτων της απασχόλησης. Στο μέτωπο της ανεργίας, ο Ε.Π. αποτελεί το πλέον αποτελεσματικό όπλο για την βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αντιμετώπισή της. Κι αυτό εφ΄ όσον γίνει αποδεκτό ότι θα υπάρχει επαρκής συστηματική και αξιόπιστη πληροφόρηση σχετικά με τις προοπτικές της απασχόλησης – πληροφόρηση που θα συμβάλλει συμπληρωματικά στις επαγγελματικές επιλογές των νέων.

Τα αίτια της ανεργίας[8] σε γενικές γραμμές, μπορεί να αποδοθούν στην ταχεία συρρίκνωση του αγροτικού τομέα, στην αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, στις ανελαστικές εργασιακές σχέσεις και στην μακροχρόνια ύφεση της οικονομίας σε συνδυασμό με τις αντιπληθωριστικές και περιοριστικές πολιτικές. Αλλά το κύριο αίτιο, ο βασικός πυρήνας της ανεργίας ειδικότερα στην Ελλάδα, οφείλεται, κατά την άποψη μας, στην αναντιστοιχία του εκπαιδευτικού μας συστήματος με την αγορά εργασίας[9], είναι δηλαδή διαρθρωτικής μορφής.

Στο σύνολο του 8-10% περίπου της ανεργίας στη χώρα μας, το μισό ποσοστό, το 4-5%  περίπου, εκτιμούμε ότι οφείλεται στην επιλεγόμενη διαρθρωτική - εκπαιδευτική ανεργία, που μπορεί να θεωρηθεί ως η δίδυμη αδερφή της τεχνολογικής ανεργίας. Αυτό συνδέεται κυρίως με τη θεωρητική κατεύθυνση, την αναχρονιστική δομή και την ανελαστικότητα της ανώτατης παιδείας, την ανεπάρκεια της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, καθώς και την έλλειψη κατάλληλου επαγγελματικού προσανατολισμού.

Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι η παιδεία στη χώρα μας ολοένα και σε αυξανόμενους ρυθμούς παράγει ανέργους. Δαπανούμε τεράστιο παραγωγικό πλούτο σε υποδομή, ανθρωποώρες διδασκαλίας και διδασκομένων για να εκπαιδεύσουμε νέα παιδιά που οδεύουν στη μακροχρόνια ανεργία ή στην ετεροαπασχόληση. Παράλληλα, ο επαγγελματικός προσανατολισμός υστερεί σημαντικά σε σχέση με τα διεθνή δεδομένα, ενώ η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση είναι υποβαθμισμένες και λειτουργούν χωρίς κατάλληλο προγραμματισμό που να συνδέεται με τη ζήτηση ειδικοτήτων κατά περιφέρεια της χώρας. Δε χρειάζεται να τονιστεί πόσο αναγκαίο είναι να διευρυνθεί, ανανεωθεί και εκσυγχρονιστεί η επαγγελματική εκπαίδευση, η δια βίου κατάρτιση και επανεκπαίδευση και κυρίως ο επαγγελματικός προσανατολισμός στα πρότυπα των διεθνών δεδομένων  και των κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Ε.Π. μπορεί να παρέμβει θετικά στη σύζευξη της προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας έτσι ώστε να μειωθεί η διαρθρωτική ανεργία που πλήττει ιδιαίτερα τους νέους. Η κατάλληλη και αξιόπιστη πληροφόρηση μέσα από την ορθολογική λειτουργία του Ε.Π. μπορεί να οδηγήσει σημαντικό αριθμό νέων ατόμων σε επιλογές επαγγελμάτων που ταιριάζουν με την προσωπικότητά τους και ταυτόχρονα έχουν θετικές εργασιακές προοπτικές. Και το αντίθετο: να αποτρέψει πολλούς νέους, ιδιαίτερα όσους έχουν χαμηλές μαθησιακές επιδόσεις, αμφίσημη ή αδύναμη θέληση, να επιλέξουν κορεσμένα επαγγέλματα, πολλά από τα οποία όπως λ.χ. οι γιατροί, είναι υψηλών εκπαιδευτικών προδιαγραφών.

Ο Ε.Π. μπορεί επίσης να συμβάλλει ορθολογικά και αποτελεσματικά στις νέες επαγγελματικές επιλογές ώριμων εργαζομένων που εγκαταλείπουν μια παλαιότερη ειδίκευση λόγω απώλειας εργασίας. Επίσης, σημαντικός μπορεί να είναι ο ρόλος του όσον αφορά την ομαλή ένταξη στην αγορά εργασίας και ενσωμάτωση τους στην κοινωνία, των γυναικών, των ΑΜΕΑ, των αποφυλακισμένων, των μειονοτήτων, των μεταναστών.

Υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις ο Ε.Π. θα μπορούσε να συμβάλλει στον οικογενειακό προγραμματισμό, στην αναστροφή της υπογεννητικότητας του ελληνογενούς πληθυσμού και στην αναγκαία ενσωμάτωση των αλλογενών μεταναστών στο ελληνικό, οικονομικό κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι.

Ο θεσμός μπορεί επίσης να έχει θετική συμβολή στην αντιμετώπιση ιδιαιτεροτήτων και προβλημάτων της απασχόλησης στην Ελλάδα, όπως η ταχύτατη συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, η αύξηση του αριθμού των μισθωτών, της μερικής απασχόλησης, της πολυαπασχόλησης και της εργασίας από απόσταση, καθώς και περιφερειακών ανισοτήτων.

Τέλος, η καλή λειτουργία του Ε.Π. μπορεί να χρησιμεύσει ως αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης για την ορθολογική χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής, επαγγελματικού προγραμματισμού και πολιτικών καταπολέμησης της ανεργίας.
   


Πίνακες

Πίνακας 1




Συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό κατά φύλο και ηλικιακή ομάδα





1981

Σύνολο
Άνδρες

Γυναίκες

Ηλικιακή ομάδα 



15-19
25.0%
30.2%
19.8%
20-24
50.5%
65.0%
41.0%
25-29
65.7%
93.9%
40.9%
30-44
68.2%
97.0%
40.8%
45-64
59.1%
86.2%
33.4%
15-64
57.7%
81.8%
35.6%
65+
14.9%
24.8%
6.8%

   

1991

 Σύνολο
Άνδρες
Γυναίκες
Ηλικιακή ομάδα



15-19
18.9%
21.4%
16.5%
20-24
60.2%
68.3%
52.9%
25-29
75.1%
92.3%
58.7%
30-44
74.0%
96.5%
53.0%
45-64
51.1%
73.9%
29.2%
15-64
57.6%
76.0%
40.2%
65+
7.1%
11.0%
3.9%
                         


2001

Σύνολο
Άνδρες
Γυναίκες
Ηλικιακή ομάδα



15-19
15.8%
19.4%
11.7%
20-24
59.6%
66.4%
52.0%
25-29
78.9%
89.7%
66.9%
30-44
78.1%
94.2%
61.5%
45-64
51.7%
71.2%
32.9%
15-64
60.8%
75.0%
46.1%
65+
4.42%
7.40%
2.01%
Πηγή: ΕΣΥΕ
Απογραφή πληθυσμού 1981, 1991, 2001




Πίνακας 2
Συγκριτικά στοιχεία Ελλάδα-Ευρωπαϊκή Ένωση


Ελλάδα
Ευρωπαϊκή Ένωση
Απασχόληση (14-65)
56,7%
64,3%
Απασχόληση 15-24
26,6%
40,6%
Απασχόληση 55-64
39,7%
40,1%
Αυτοαπασχόληση
41,8%
14,6%
Μερική απασχόληση
4,5%
18,1%
Απασχόληση στη Γεωργία
16,1%
4,1%
Απασχόληση στη Βιομηχανία
23,8%
25%
Απασχόληση στις Υπηρεσίες
60%
71%
Ανεργία
10%
7.7%
Ανεργία (15-24)
26,4%
15,1%








Πηγή: Employment in Europe 2003


Πίνακας 3



Ανεργία κατά επίπεδο εκπαιδεύσεως  (2001)




Χιλιάδες
Ποσοστό
Σύνολο
444.7
10.2%
Masters or PhD
2.1
9.9%
Πτυχίο ΑΕΙ
44.6
7.5%
Πτυχίο ΤΕΙ
67
14.0%
Απόφοιτοι Λυκείου
172
15.0%
Απόφοιτοι Γυμνασίου
62.9
15.1%
Βασική εκπαίδευση
90.5
7.8%
Χωρίς εκπαίδευση
2.4
7.7%
Πηγή: ΕΣΥΕ
Απογραφή πληθυσμού  2001
  



Πίνακας 4




Ανεργία κατά περιοχή (2001)






Περιοχές
Εργατικό δυναμικό
Άνεργοι
Ποσοστό ανεργίας
Ανατολική Μακεδονία
και Θράκη
243649
28651
11.8%
Κεντρική  Μακεδονία
788673
92608
11.7%
Δυτική Μακεδονία
112,246
18,265
16.3%
Ήπειρος
4615470
513379
11.1%
Θεσσαλία
298860
32400
10.8%
Ιόνια Νησιά
85348
12703
14.9%
Δυτική Ελλάδα
282060
43229
15.3%
Κεντρική Ελλάδα
222741
24627
11.1%
Αττική
1746401
167211
9.6%
Πελοπόννησος
246654
23248
9.4%
Βόρειο Αιγαίο
73457
7659
10.4%
Νότιο Αιγαίο
125793
18948
15.1%
Κρήτη
259094
27761
10.7%
Σύνολο
4615470
513379
11.1%
Πηγή: ΕΣΥΕ
Απογραφή πληθυσμού 2001


Πίνακας 5
Ποσοστό αύξησης πληθυσμού ανά ηλικιακή ομάδα

Ηλικιακή ομάδα

1981-1991
1991-2001
0-14
-18.0%
-6.5%
15-19
1.7%
-1.7%
20-24
22.8%
25.6%
25-29
3.01%
35.4%
30-44
6.8%
21.9%
45-64
14.8%
-0.4%
65+
16.9%
21.4%
Πηγή: ΕΣΥΕ
Απογραφή πληθυσμού 1981, 1991, 2001 




Βιβλιογραφία
  • Baily, D. (1999) Careers Counseling and Guidance, in Palmer, S. (ed) Handbook of Counseling, London: Routledge 
  • Bezanson, M. (2000) Η μετάβαση από μια συντηρητική σε μια Δυναμική Θεώρηση της Συμβουλευτικής Σταδιοδρομίας. Αθήνα: ΕΚΕΠ
  • Blanchflower, D. (2000) Self employment in OECD countries, Labour Economics 7, September, pp 471-505
  • Brown, S.D., Lent, R.W. (Eds) (1984) The handbook of counseling psychology, New York.
  • Demekas, D., Kontolemis, Z. (1996) Unemployment in Greece - A Survey of the Issues, IMF Working Paper no. 91
  • Δημητρόπουλος, Ε. (1993) Συμβουλευτική και Συμβουλευτική Ψυχολογία. Η θεώρησή της, οι πράξεις της και οι εφαρμογές της. Μέρος δεύτερο, (β έκδοση), Γρηγόρη, Αθήνα
  • ΕΣΥΕ, (2003) Από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας
  • ΕΣΥΕ, (2001), Απογραφή πληθυσμού.
  • European Commission (1996) Labour Market Studies: Greece
  • European Commission (2003) Employment in Europe 2003
  • European Commission (2003b) European Education Production Functions: what makes a difference for student achievement in Europe, Munich,
  • Herr, L.E., Crammer, S.H. (1996) Career Guidance and Counseling through the life span, New York, Harper Collins College.
  • Ivey, A. et al (1994) Συμβουλευτική: Μέθοδος πρακτικής προσέγγισης, Ελληνικά Γράμματα
  • Κασσωτάκης, Μ. (2000) Η πληροφόρηση για τις σπουδές και τα επαγγέλματα, Αθήνα, Γρηγόρης
  • Κασσωτάκης, Μ. (2002) Συμβουλευτική και επαγγελματικός προσανατολισμός. Θεωρία και πράξη. Αθήνα: Τηπωθήτω
  • Κατσανέβας, Θ. (2004) Επαγγέλματα του μέλλοντος και του παρελθόντος, νέα έκδοση, Πατάκης ,
  • Katsimi, M. (2000) Stochastic shifts in the natural rate of unemployment: evidence from Greece, Applied Economic Letters, 2000, 7, pp239-242
  • ΚΕΠΕ (1992) The Underground economy in Greece: what official data show,
  • ΚΕΠΕ (2003)  Εκπαίδευση και Αγορά Εργασίας , μελέτη ν. 50
  • Meghir, C., Ioannides, Y., Pissarides, C. (1989) Female Participation and Male Unemployment Duration in Greece: Evidence from the Labour Force Survey, European Economic Review, 33,2,3, pp 395-407
  • OECD (1998) Human Capital Investment: an International Comparison, Paris
·         Παρατηρητήριο Απασχόλησης Ερευνητική Πληροφορική Α.Ε.(2003) Επετηρίδα Αγοράς Εργασίας 2003
·         Σαμπεθάι, Ι. (2000) Ελληνική αγορά εργασίας: χαρακτηριστικά, προβλήματα και πολιτικές, Τράπεζα της Ελλάδας, Οικονομικό δελτίο, 16, 12,2000


από τους Θεόδωρος Κατσανέβας και Ηλία Λιβανός[1]     




[1] Ο Θόδωρος Κατσανέβας είναι καθηγητής της Οικονομικής της Εργασίας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και επισκέπτης καθηγητής στο μεταπτυχιακό του Φ.Π.Ψ. Αθηνών ‘Συμβουλευτική και  Επαγγελματικός Προσανατολισμός’. Ο Ηλίας Λιβανός είναι διδακτορικός ερευνητής της Οικονομικής της Εργασίας στο Institute for Employment Research (IER) του Πανεπιστήμιο Warwick της Μεγάλης Βρεττανίας.
[2] Τα στοιχεία του παρόντος άρθρου, τα οποία αναφέρονται συγκρίσιμα μεγέθη Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης   πηγάζουν από την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Employment in Europe, και αφορούν το έτος 2002, ενώ όσον αφορά στοιχεία αποκλειστικά για την Ελλάδα προέρχονται από τις απογραφές της ΕΣΥΕ κατά τα έτη 1981, 1991, 2001.
[3] Για το θέμα της αυτοαπασχόλησης βλέπε Blanchflower (2000)
[4] Για περισσότερα σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς εργασίας βλέπε Σαμπεθάι (2000) καθώς και παλαιότερη μελέτη της European Commission (1996)
[5] Βλέπε σχετικά Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2003), Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1996), ΕΣΥΕ (2003)
[6] Βλέπε σχετικά ΟΟΣΑ (1998).
[7]  Σε παλαιότερη μελέτη του, το ΚΕΠΕ (1992), υποστηρίζει πως η ‘κρυφή οικονομία’ στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου σε 30% με 32%. Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγουν και μελέτες διεθνών οργανισμών, π.χ. European Commission (2003).
[8] Για το θέμα της ανεργίας στην Ελλάδα βλέπε σχετικά Miaouli (1998), Demekas and Kontolemis (1996), Katsimi (1998), Meghir et al. (1989).
[9]  Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν  πολλές μελέτες εγχώριων και διεθνών οργανισμών, π.χ. Παρατηρητήριο Απασχόλησης (2003), ΚΕΠΕ (2003),ΕΣΥΕ (2003), European Commission (2003, 2003b).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου