19 Μαΐ 2015

Άγνωστες και απόρρητες μέχρι σήμερα πτυχές της αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων μέσα από ιστορικές πολιτικές διεργασίες


Πρωτεύουσες καρτέλε


Οι εθνικές εκκαθαρίσεις και οι πράξεις γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας στην περίοδο 1919-22, αναφέρονται για πρώτη φορά σε εκθέσεις, αναφορές και επιστολές που συνέταξαν εκπρόσωποι ξένων πρεσβειών, δημοσιογράφοι και στρατιωτικοί παρατηρητές των μεγάλων δυνάμεων και ειδικότερα των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας. Οι μυστικές εκθέσεις των πρεσβειών, με αναλυτική περιγραφή φρικιαστικών λεπτομερειών της γενοκτονίας, παρέμειναν μυστικές για μακρύ χρονικό διάστημα στα αρχεία των αντίστοιχων χωρών.

Για πρώτη φορά το 1962, ο Πόντιος ιστοριογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, φέρνει στο φως της δημοσιότητας ωμές όσο και αποκαλυπτικές αναφορές των αρχείων της Αυστρίας και της Γερμανίας. Οι αποκαλύψεις για το ολοκαύτωμα  του Ποντιακού Ελληνισμού όπως το αποκαλεί τότε ο κ. Ενεπεκίδης, προφανώς επηρεασμένος από το ολοκαύτωμα των Εβραίων, έχουν ιδιαίτερη σημασία, αν ληφθεί υπόψη ότι οι ως άνω χώρες ήταν σύμμαχοι των Τούρκων στην ίδια περίοδο.
Περιγραφές των ίδιων γεγονότων που εμπεριέχουν και αυτοπρόσωπες μαρτυρίες, δημοσιοποιούνται για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1920 από τον Αρχιμανδρίτη Πανάρετο Τοπαλίδη και τον Γεώργιο Βαλαβάνη. Πολύ αργότερα, στις  δεκαετίες του 1960 και του 1970, Πόντιοι διανοούμενοι της πρώτης γενιάς, δημοσιοποιούν τις δικές τους έρευνες και μαρτυρίες για το ίδιο ζήτημα. Ο Οδυσσέας Λαμψίδης στο «Αρχείο του Πόντου», ο Γεώργιος Λαμψίδης στο έργο του «Τοπάλ Οσμάν», ο Χρήστος Σαμουηλίδης στη «Μαύρη Θάλασσα» και ο Δημήτρης Ψαθάς στην ανεπανάληπτη «Γη του Πόντου», δημοσιοποιούν και περιγράφουν την τραγική μοίρα του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού με τις φρικώδεις προεκτάσεις των σφαγών. Οι δημοσιεύσεις αυτές έχουν ιστορικό και περιγραφικό χαρακτήρα. Δεν  τίθεται δηλ. ακόμη διεκδικητικά το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας, που αποτελεί πλέον αναντίρρητο ιστορικό γεγονός.
 Στη δεκαετία του 1980, με την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, την έμφαση σε εθνικά θέματα και την εμφάνιση της δεύτερης γενιάς των περισσότερο πολιτικοποιημένων Ποντίων διανοητών και ερευνητών, παρουσιάζεται πιο έντονη η διεκδικητική πλευρά του ζητήματος.
 Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, ο Κώστας Φωτιάδης, ο Βλάσης Αγτζίδης, ο Πανεπιστημιακός και τουρκολόγος Νεοκλής Σαρρής, ο Παναγιώτης Τανιμανίδης, κ.α., προωθούν ακόμη περισσότερο το θέμα με δημοσιεύματά τους, που εμπεριέχουν και το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας. Οι κατά περιόδους όξυνση των σχέσεων της χώρας με την Τουρκία, οδηγεί σε παράπλευρη ανακαίνιση του ίδιου ζητήματος.
 Οι σύλλογοι των Ποντίων μέχρι τη δεκαετία του 1980, εμφανίζονται μονομερώς προσανατολισμένοι σε δραστηριότητες που αφορούν τη διατήρηση της ποντιακής παράδοσης και κληρονομιάς, με ιδιαίτερη έμφαση στο λαογραφικό της περιεχόμενο Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, στα πρώτα άρθρα του καταστατικού τους, αναφέρεται ρητώς η απαγόρευση ενασχόλησής τους με πολιτικά θέματα. Αυτό συνδέεται και με την καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζονται οι Πόντιοι και Μικρασιάτες από την ελληνική πολιτεία και τους φορείς της, οι οποίοι επιθυμούν και πετυχαίνουν, τη μη-εμπλοκή των προσφύγων με τη διαχείριση των κοινών. Έτσι εξηγείται και η καθυστερημένη εμπλοκή των Ποντίων και Μικρασιατών με την πολιτική, την ίδια ώρα που πολλοί εκπρόσωποί τους διαπρέπουν και πρωτοστατούν στις επιστήμες, στις επιχειρήσεις, στις τέχνες και στα γράμματα.
 Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ως συνέπεια των διεργασιών και εξελίξεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, το ποντιακό ζήτημα κάνει πιο έντονα την παρουσία του. Ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, με εισήγηση του Θεόδωρου Κατσανέβα  παρευρίσκεται στη μεγάλη γιορτή του Ποντιακού ελληνισμού της 15ης Αυγούστου στην Παναγία Σουμελά, καθώς και στο πρώτο Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο που οργανώνεται στη Θεσσαλονίκη το 1985 από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων Ελλάδος.  Η παρουσία του Έλληνα Πρωθυπουργού για πρώτη φορά σε κορυφαίες εκδηλώσεις του ποντιακού ελληνισμού έχει σοβαρή συμβολική σημασία, ενισχύει την ενεργοποίηση των Ποντίων και γενικότερα ανοίγει το δρόμο για να έρθει στο προσκήνιο η βαρύτητα του ελληνισμού της ανατολής.  
Την ίδια περίοδο, στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος του ΠΑΣΟΚ, μέλη της Κεντρικής του Επιτροπής με ποντιακή καταγωγή  και συνείδηση, θέτουν το ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας, που όμως δε βρίσκει ακόμα σημαντικό έδαφος υποστήριξης. Μετά το 1988, η μαζική έλευση Ποντίων προσφύγων από τις χώρες της τέως Σ. Ένωσης, δίνει ευρύτερες διαστάσεις στο ποντιακό ζήτημα. Η ομαλή ενσωμάτωση και αποκατάσταση των Ποντίων προσφύγων, ή παλιννοστούντων όπως λανθασμένα αποκαλούνται εκείνη την εποχή, αποτελεί μείζον ζήτημα.
 Η επείγουσα ανάγκη δημιουργίας κατάλληλης υποδομής για τη υποδοχή των νεοπροσφύγων έρχεται επανειλημμένα με τη μορφή δεκάδων ερωτήσεων, επερωτήσεων και συζητήσεων στη Βουλή, με πρωτοβουλία βουλευτών του ΠΑΣΟΚ ποντιακής καταγωγής. Με συγκροτημένη συνολική πρότασή τους, η Οικουμενική Κυβέρνηση της περιόδου 1989-1990 υπό τον Καθηγητή κ. Ξενοφώντα Ζολώτα, τον οποίο επισκέφτηκε ο Θ. Κατσανέβας για το σκοπό αυτό, ιδρύεται το Εθνικό Ίδρυμα Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων. Ατυχώς η μετέπειτα ολισθηρή πορεία του Ιδρύματος αυτού, δεν ανταποκρίθηκε στα οράματα των εμπνευστών του.
Το λεγόμενο πατριωτικό ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου στις αρχές του 1990, επιχειρεί να προασπίσει τη χώρα από την επιθετικότητα της Τουρκίας. Μια τέτοια πολιτική, αποκαλύπτουμε εδώ,  ήταν η εγκατάσταση παλιννοστούντων Ποντίων στη Δυτική Θράκη με τη δημιουργία οικισμών σε περιοχές με ανησυχητική αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού. Παράλληλα, επιχειρήθηκε η μεταφορά μέρος του πληθυσμού αυτού στην νότια Ελλάδα όπου προσφέρθηκαν θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα. Η απόρρητη αυτή τότε πολιτική ανατέθηκε από τον Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου στον Θεόδωρο Κατσανέβα και στον Υφυπουργό Εξωτερικών τότε Γιάννη Καψή. Η πολιτική αυτή δε συνεχίστηκε ύστερα από οργίλη παρέμβαση της Τουρκίας σε διεθνείς φορείς.
Για το θέμα της γενοκτονίας αλλά και πολλαπλά άλλα προβλήματα των παλιννοστούντων όπως η στέγαση, η εκπαίδευση, η εύρεση εργασίας, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κλπ. καθώς και για το μείζον ζήτημα της εισαγωγής της ιστορίας του ελληνισμού της ανατολής, κατατίθενται παράλληλα πολλές ερωτήσεις και επερωτήσεις από τον ομάδα των Ποντίων βουλευτών του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή, ενώ γίνονται πολλαπλές άλλες ενέργειες με εισηγήσεις, προτάσεις, παραστάσεις και δημοσιεύσεις.
Την ίδια περίοδο, δημοσιοποιείται από τον Βλάση Αγτζίδη, τον Στέφανο Τανιμανίδη, τον Χριστόφορο Σοφιανίδη, τον Κώστα Φωτιάδη,κλπ., όπως και από Ποντιακούς φορείς το άγνωστο μέχρι τότε θέμα της ύπαρξης εκατοντάδων χιλιάδων κρυπτοχριστιανών ή εκμουσουλμανισμένων Ελλήνων, ή Ελληνορωμιών που διαβιούν μέχρι σήμερα κυρίως στις περιοχές του ορεινού Πόντου. Ένα σχετικό άρθρο του Θεόδωρου Κατσανέβα της εποχής εκείνης στην Ελευθεροτυπία, προκάλεσε αντιδράσεις και από την πλευρά της επίσημης Τουρκίας.
Το ζήτημα του  καθορισμό ημέρας μνήμης και αναγνώρισης της γενοκτονίας ήλθε το 1989, το 1991 και το 1992 στη Βουλή. Στις 17 Μαίου 1991 η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, υπό την προεδρία του Ανδρέα Παπανδρέου, υιοθέτησε την πρόταση της οργανωμένης τότε ομάδας  Ποντίων βουλευτών για την αναγνώριση της 19ης Μαίου ως ημέρας μνήμης των θυμάτων της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Στο επόμενο διάστημα το ζήτημα τέθηκε επιτακτικά στη  νέα κυβέρνηση του Κώστα Μητσοτάκη της ΝΔ, η οποία την ίδια περίοδο αντιμετώπιζε και το πρόβλημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Στις 18 Μαρτίου 1991 οι υπογράφοντες 10 βουλευτές «Θεόδωρος Κατσανέβας, Γιάννης Διαμαντίδης, Ντίνος Βρεττός, Στέλιος Παπαθεμελής, Βασίλης Παπαδόπουλος, Αλέκος Δαμιανίδης, Γιάννης Μελίδης, Γιώργος Παπανδρέου, Παναγιώτης Σγουρίδης, Παρασκευάς Φουντάς» καταθέτουν σχετική ερώτηση. Επειδή δεν υπήρξε κυβερνητική απάντηση μέσα στο διάστημα των 20 ημερών όπως  ισχύει υποχρεωτικά απ΄ τον κανονισμό της Βουλής, η ερώτηση μετατρέπεται σε επερώτηση, της οποίας όμως η συζήτηση αναβάλλεται. Τελικά η επερώτηση συζητείται σε πολύωρη συνεδρίαση στη Βουλή  “με θέμα την καθιέρωση της 19ης Μαίου ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας που έγινε σε βάρος 350.000 Ελλήνων Ποντίων στο διάστημα 1916-1922”.
Ανάμεσα σε αυτούς που κατέθεσαν την επερώτηση ήταν οι Θεόδωρος Κατσανέβας,   Στέλιος ΠαπαθεμελήςΘεόδωρος ΠάγκαλοςΓιώργος Παπανδρέου,Χάρης Καστανίδης,Μάκης Κουρής, Ευάγγελος Γιαννόπουλος,Γιώργος ΠασχαλίδηςΝίκος ΑκριτίδηςΛευtέρης  Κωνσταντινίδης, Παναγιώγης Κρητικός. Η αναγνώριση της γενοκτονίας αποτελούσε, σύμφωνα με τον εισηγητή του ΠΑΣΟΚ Θεόδωρο Κατσανέβα, αφενός “υποχρέωση στην εθνική μνήμη και στοιχείο γόνιμης πολιτικής”, ο οποίος επισημαίνει ότι : “Η ύπαρξη 300.000 ή και περισσοτέρων Ελλήνων, Ρωμιών, κρυπτοχριστιανών ή εκμουσουλμανισμένων στην Τουρκία, ασφαλώς και πρέπει να ανασυρθεί από τη λήθη της εξωτερικής μας πολιτικής, την ίδια στιγμή που η Τουρκία μιλά για δήθεν καταπίεση της Μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη. Και προτείνει να διερευνηθεί η δυνατότητα ίδρυσης νέου Προξενείου ή η μεταφορά του Προξενείου από την Αδριανούπολη στις περιοχές της Τόνιας, όπου κατοικούν οι περισσότεροι απ΄ αυτούς τους Έλληνες”.

Στη συζήτηση της Βουλής γίνονται  αναφορές σε συλλόγους Ποντίων που δραστηριοποιούνται σε όλα τα μέτωπα, παρά το γεγονός ότι ο “οργανωμένος ποντιακός χώρος” είναι διασπασμένος σε αντιπαλόμενα στρατόπεδα. Ανάμεσα στις προτάσεις που κατέθεσε ο Θεόδωρος Κατσανέβας εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ  ήταν και η “…καταδίκη της απαρχής μιας νέας γενοκτονίας της Τουρκίας σε βάρος του Κουρδικού λαού, στήριξη της Αρμενίας στο θέμα του Ναγκόρνο Καραμπάχ και ανάπτυξη φιλικών σχέσεων και επαφών με χώρες όπως η Ρωσία, η Ουκρανία, η Γεωργία, η Συρία. Οι λόγοι είναι ευνόητοι”.Ας είναι και αυτή η συζήτηση μια ακόμα σπουδή και σπονδή΄ στη μαρμαρωμένη πατρίδα, στη μαχαιρωμένη γη του Πόντου, στη χαμένη Ρωμανία, που όμως ανθεί και φέρει και άλλο!”  
Ο Νίκος Ακριτίδης συσχετίζει την υπόθεση της Γενοκτονίας με τη στάση της  τουρκικής πολιτικής τάξης στο Κουρδικό και στη γενικότερη πολιτική της γειτονικής χώρας στα Βαλκάνια. Κεντρικό ρόλο παίζει το Μακεδονικό ζήτημα  στην επιχειρηματολογία του: “Ζούμε ως Έθνος μια πολύ κρίσιμη καμπή της  ιστορικής μας πορείας και συναντιόμαστε για μια ακόμη φορά με την ιστορία μας. Και αυτό επιβεβαιώθηκε με το περίφημο θέμα των Σκοπίων αλλά και τις άλλες προκλήσεις, θρασύτατες και ανιστόρητες, που έγιναν στην περιοχή των βορείων συνόρων μας …”

Ο Παναγιώτης Σγουρίδης αναφέρει ότι“… λαοί που δεν έχουν μνήμη, έχουν παρελθόν και παρόν. Δεν έχουν μέλλον. Έχουμε λοιπόν χρέος να ανοίξουμε τους φακέλους της γενοκτονίας των λαών της Μικράς Ασίας. Πρέπει η παγκόσμια κοινή γνώμη να υποχρεώσει τους Τούρκους να αναγνωρίσουν τα εγκλήματα, γιατί αν δεν τα αναγνωρίσουν η τουρκική  κοινωνία, το τουρκικό κράτος, είναι έτοιμο να τα ξαναεπαναλάβει.

Ο Ιωάννης Διαμαντίδης αναφέρει : “… βλέπουμε σήμερα τον τουρκικό επεκτατισμό να γίνεται επικίνδυνος όσο ποτέ άλλοτε, όταν βλέπουμε το μουσουλμανικό τόξο που ζώνει τη Χώρα μας από Ανατολή μέχρι Δύση, στα σύνορά  μας, όταν άλλοι λαοί που έχυσαν αίμα, με χιλιάδες θύματα, όπως οι Αρμένιοι που αναγνωρίστηκε η γενοκτονία τους από τον ΟΗΕ το 1948, όταν η γενοκτονία των Εβραίων αναγνωρίστηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν είναι ακόμα ανοιχτό το τεράστιο  θέμα της κατοχής του 40% της Κύπρου από την Τουρκία – και δεν ξέρουμε τι γίνεται με τους Έλληνες της Κύπρου που βρίσκονται στα κάτεργα της Τουρκίας και θέλω να πω ότι για μένα είναι λάθος να αναφερόμαστε σε αυτούς ως αγνοούμενους, θα έπρεπε να μιλάμε για εγκλείστους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στα βάθη της Ανατολής- τότε θεωρώ αδιανόητο τον όποιο δισταγμό της Κυβέρνησης και την καθυστέρηση για την αναγνώριση της γενοκτονία των Ποντίων και την καθιέρωση της 19ης Μαϊου ως ημέρα εθνικής μνήμης». [πρακτικά της Βουλής]

Στους επερωτώντες βουλευτές απάντησε η υφυπουργός επί των Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού και αφού αναφέρθηκε εκτενώς για την κατάσταση των προσφύγων από τη Σοβιετική Ένωση και την πολιτική της κυβέρνησης στο ζήτημά της αποκατάστασής τους, κατέληξε και στο θέμα της γενοκτονίας, αναφέροντας ότι “… η Κυβέρνηση μπορεί να δεχθεί να βγει ένα ψήφισμα από το Ελληνικό Κοινοβούλιο που να πει ότι θεωρούμε αναγκαίο να οριστεί μια ημέρα μνήμης, για τις σφαγές χιλιάδων ομογενών από τους Οθωμανούς, καθώς και για τις αλησμόνητες πατρίδες του Πόντου”.
Μετά τη χρήση της λέξης “σφαγές” από την υφυπουργό επενέβη ο Θεόδωρος Κατσανέβας, ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ, και προσπάθησε να τη διορθώσει  λέγοντας ότι: “Σφαγές; Γενοκτονία, κυρία Υπουργέ”. Σε αυτό ανταπάντησε η υφυπουργός ότι “η  λέξη γενοκτονία έχει μια ευρύτερη έννοια, σημαίνει γενοκτονία ολόκληρου του έθνους. Οι Πόντιοι είναι ένα πολύτιμο μέρος”. Αμέσως παρενέβη ο Νίκος Ακριτίδης ρωτώντας: “Που το λέει αυτό…” Η υφυπουργός ζήτησε να μην τη διακόπτουν και συνεχίζοντας είπε “… διότι πραγματικά η σφαγή των Ποντίων υπήρξε πριν και απ΄ αυτήν των Αρμενίων. Και είναι κάτι το οποίο κακώς δεν είναι γνωστό”.

Στη δευτερολογία του ο Θόδωρος Κατσανέβας υποστηρίζει  ότι “είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι 300-400.000 Πόντιοι στη Μικρά Ασία δολοφονήθηκαν επειδή ήταν Έλληνες, όχι γιατί διέπραξαν κανένα έγκλημα. Αυτή είναι η έννοια της γενοκτονίας και με τη διεθνή σύμβαση του 1948”. Και διορθώνοντας την υφυπουργό σημείωσε και το εξής: “Σαν ημέρα … όχι σφαγής, αλλά της γενοκτονίας και μνήμης για τις αλησμόνητες πατρίδες”.Και καταλήγει  “… εκείνο που προέχει πάνω από όλα είναι σήμερα να αντιστρέψουμε τη συρρίκνωση του Ελληνισμού. Η Τουρκία έχει πλείστα όσα προβλήματα. Ευχής έργο είναι οι δύο λαοί, ο Ελληνικός και ο Τουρκικός, να ζήσουν κάτω από ένα πλέγμα φιλίας και συνεννόησης μεταξύ μας. Αλλά αυτό δεν εξαρτάται από εμάς. Εξαρτάται και από εκείνους, αλλά και από τη διεθνή συγκυρία. Η διεθνής συγκυρία όχι μόνο δεν είναι εναντίον μας, αλλά αν την εκμεταλλευτούμε και την αξιοποιήσουμε κατάλληλα αν δούμε την ανάδειξη μιας νέας πραγματικότητας ενός μεγάλου γίγαντα, που κάποια στιγμή θα ανατείλει, της Ρωσίας, τον γίγαντα που λέγεται Ορθόδοξη Εκκλησία, τις χώρες Αρμενία – θα επιμείνω σ΄ αυτό – αλλά και τους Κούρδους και τη Συρία και τη Βουλγαρία, που προσωρινά ερωτοτροπεί με τους Τούρκους, αν εκμεταλλευτούμε και αξιοποιήσουμε όλη αυτή τη δυναμική, πιστεύω ότι ο Ελληνισμός θα αναστρέψει τη συρρίκνωσή του και θα μπορέσει να ζήσει για πάντα”.

 Τον Αύγουστο του 1992, το Γ΄ Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο που εγκαινίασε ο τότε Πρωθυπουργός Κων/νος Μητσοτάκης, με ψήφισμά του θέτει το ζήτημα της αναγνώρισης της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης για τη γενοκτονία των Ποντίων. Στο ψήφισμα, αναφέρεται μεταξύ άλλων : “Είναι γνωστό, πως για τα Εγκλήματα Γενοκτονίας, δεν υπάρχει παραγραφή των Αδικημάτων. Στηριζόμαστε, λοιπόν, πάνω στην αρχή αυτή και ΖΗΤΑΜΕ την Ηθική Δικαίωση, για τον Απάνθρωπο θάνατο των Ιεραρχών μας, των πολεμάρχων, των Ιερομονάχων, των Επιχειρηματιών μας, των Επιστημόνων μας, των Δασκάλων, των Μανάδων, των Πατεράδων, των Αδελφών  μας, που οι ψυχές τους  ζητούν τη δικαίωση”.
Στο ίδιο διάστημα γίνονται πολλές παρασκηνιακές διαβουλεύσεις σε επίπεδο κομμάτων και κυβέρνησης. Τελικά κατατίθεται και νέα ερώτηση στη Βουλή για το ίδιο ζήτημα στις 16 Σεπτεμβρίου του 1992 από τους βουλευτές:«Θόδωρο Κατσανέβα, Γιάννη Ανθόπουλο και Λευτέρη Κωνσταντινίδη». Στην ερώτηση επισυνάπτεται και το σχετικό αίτημα του Γ΄  Παγκόσμιου Ποντιακού Συνεδρίου για την αναγνώριση της γενοκτονίας.
 Η αρμόδια Υφυπουργός  Εξωτερικών κα Βιργινία Τσουδερού, δίνει την ακόλουθη απάντηση στην ως άνω ερώτηση:«Σε απάντηση της ανωτέρω ερωτήσεώς σας αναφέρουμε ότι η καθιέρωση της ημέρας μνήμης για τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού έπρεπε να είχε γίνει από χρόνια. Αφ΄ ης στιγμής στα πορίσματα του Γ΄ ποντιακού συνεδρίου του ποντιακού ελληνισμού αναφέρεται ότι η ημερομηνία αυτή πρέπει να είναι η 19η Μαΐου, η Κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να προχωρήσει στην κατάθεση σχετικού ψηφίσματος στην ολομέλεια του σώματος το ταχύτερο δυνατό.» Είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση, ύστερα από τις πολλαπλές επίσημες και ανεπίσημες πιέσεις και διαβουλεύσεις, υιοθετεί το σχετικό αίτημα 
Το Μάϊο του 1993, υποβάλλεται από την ίδια ομάδα των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ σχέδιο νόμου για την αναγνώριση της 19ης Μαΐου ως ημέρα μνήμης για τη γενοκτονία των Ποντίων. Παράλληλα, ανταποκρινόμενοι στο αίτημα της Εθνικής Αρμενικής Επιτροπής Ελλάδας κατατίθεται παρόμοιο σχέδιο νόμου για την αναγνώριση της 24ης Απριλίου ως ημέρας μνήμης για τη γενοκτονία του 1,5 εκ. Αρμενίων από τους Τούρκους
Στις 18 Μαΐου του 1993 εκδίδεται μήνυμα του τότε Υφυπουργού Εξωτερικών κ. Βύρωνα Πολύδωρα στο οποίο γινόταν ανοιχτά μνεία για το ζήτημα της γενοκτονίας των 350.000 Ποντίων και κατέληξε με την έκκληση ότι είναι αναγκαίο «….να σταθούμε σιωπηλοί μπροστά  σε μια από τις τραγικότερες σελίδες της ιστορίας μας». Το μήνυμα αυτό οδήγησε σε διάβημα διαμαρτυρίας του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών».
Τελικά, στις 24 Φεβρουαρίου 1994, με τη νέα κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου που προήλθε από τις εκλογές του 1993, έρχεται πρόταση νόμου με εισηγητή τον Λευτέρη Κωνσαντινίδη, η οποία ψηφίζει ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο. Ο τούρκικός τύπος θεώρησε την αναγνώριση ως άλλη μια ελληνική πρόκληση, ενώ τα γεγονότα στον Πόντο παρουσιάστηκαν ως ειρηνική αναχώρηση για την Ελλάδα 100.000 Ρωμιών. 

Η γενοκτονία των Ποντίων, όπως και των Αρμενίων, που επίσης αναγνωρίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο στις 25 Απριλίου του 1996, αποτελούν πλέον δεδομένα ιστορικά γεγονότα που οφείλουν να καταγραφούν και να αναγνωριστούν όπως έχει γίνει με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Κι΄ αυτό όχι  ως πράξη εκδίκησης ή αντιπαλότητας με την Τουρκία, αλλά ως ένα πελώριο ιστορικό χρέος και ως υπενθύμιση πράξεων που δε θα πρέπει να ξαναζήσει ο κόσμος μας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου