Οι εθνικές εκκαθαρίσεις και οι πράξεις γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας στην περίοδο 1919-22, αναφέρονται για πρώτη φορά σε εκθέσεις, αναφορές και επιστολές που συνέταξαν εκπρόσωποι ξένων πρεσβειών, δημοσιογράφοι και στρατιωτικοί παρατηρητές των μεγάλων δυνάμεων και ειδικότερα των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας. Οι μυστικές εκθέσεις των πρεσβειών, με αναλυτική περιγραφή φρικιαστικών λεπτομερειών της γενοκτονίας, παρέμειναν μυστικές για μακρύ χρονικό διάστημα στα αρχεία των αντίστοιχων χωρών.
Για πρώτη φορά το 1962, ο Πόντιος ιστοριογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, φέρνει στο φως της δημοσιότητας ωμές όσο και αποκαλυπτικές αναφορές των αρχείων της Αυστρίας και της Γερμανίας. Οι αποκαλύψεις για το ολοκαύτωμα του Ποντιακού Ελληνισμού όπως το αποκαλεί τότε ο κ. Ενεπεκίδης, προφανώς επηρεασμένος από το ολοκαύτωμα των Εβραίων, έχουν ιδιαίτερη σημασία, αν ληφθεί υπόψη ότι οι ως άνω χώρες ήταν σύμμαχοι των Τούρκων στην ίδια περίοδο.
Περιγραφές των ίδιων γεγονότων που εμπεριέχουν και αυτοπρόσωπες μαρτυρίες, δημοσιοποιούνται για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1920 από τον Αρχιμανδρίτη Πανάρετο Τοπαλίδη και τον Γεώργιο Βαλαβάνη. Πολύ αργότερα, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, Πόντιοι διανοούμενοι της πρώτης γενιάς, δημοσιοποιούν τις δικές τους έρευνες και μαρτυρίες για το ίδιο ζήτημα. Ο Οδυσσέας Λαμψίδης στο «Αρχείο του Πόντου», ο Γεώργιος Λαμψίδης στο έργο του «Τοπάλ Οσμάν», ο Χρήστος Σαμουηλίδης στη «Μαύρη Θάλασσα» και ο Δημήτρης Ψαθάς στην ανεπανάληπτη «Γη του Πόντου», δημοσιοποιούν και περιγράφουν την τραγική μοίρα του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού με τις φρικώδεις προεκτάσεις των σφαγών. Οι δημοσιεύσεις αυτές έχουν ιστορικό και περιγραφικό χαρακτήρα. Δεν τίθεται δηλ. ακόμη διεκδικητικά το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας, που αποτελεί πλέον αναντίρρητο ιστορικό γεγονός.
Στη δεκαετία του 1980, με την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, την έμφαση σε εθνικά θέματα και την εμφάνιση της δεύτερης γενιάς των περισσότερο πολιτικοποιημένων Ποντίων διανοητών και ερευνητών, παρουσιάζεται πιο έντονη η διεκδικητική πλευρά του ζητήματος.
Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, ο Κώστας Φωτιάδης, ο Βλάσης Αγτζίδης, ο πανεπιστημιακός και τουρκολόγος Νεοκλής Σαρρής, ο Παναγιώτης Τανιμανίδης, κ.α., προωθούν ακόμη περισσότερο το θέμα με δημοσιεύματά τους, που εμπεριέχουν και το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας. Οι κατά περιόδους όξυνση των σχέσεων της χώρας με την Τουρκία, οδηγεί σε παράπλευρη ανακαίνιση του ίδιου ζητήματος.
Οι σύλλογοι των Ποντίων μέχρι τη δεκαετία του 1980, εμφανίζονται μονομερώς προσανατολισμένοι σε δραστηριότητες που αφορούν τη διατήρηση της ποντιακής παράδοσης και κληρονομιάς, με ιδιαίτερη έμφαση στο λαογραφικό της περιεχόμενο Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, στα πρώτα άρθρα του καταστατικού τους, αναφέρεται ρητώς η απαγόρευση ενασχόλησής τους με πολιτικά θέματα. Αυτό συνδέεται και με την καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζονται οι Πόντιοι και Μικρασιάτες από την ελληνική πολιτεία και τους φορείς της, οι οποίοι επιθυμούν και πετυχαίνουν, τη μη-εμπλοκή των προσφύγων με τη διαχείριση των κοινών. Έτσι εξηγείται και η καθυστερημένη εμπλοκή των Ποντίων και Μικρασιατών με την πολιτική, την ίδια ώρα που πολλοί εκπρόσωποί τους διαπρέπουν και πρωτοστατούν στις επιστήμες, στις επιχειρήσεις, στις τέχνες και στα γράμματα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ως συνέπεια των διεργασιών και εξελίξεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, το ποντιακό ζήτημα κάνει πιο έντονα την παρουσία του. Ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, με εισήγηση μας παρευρίσκεται στη μεγάλη γιορτή του Ποντιακού ελληνισμού της 15ης Αυγούστου στην Παναγία Σουμελά, καθώς και στο πρώτο Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο που οργανώνεται στη Θεσσαλονίκη το 1985 με πρωτοστάτη την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ποντιακών Σωματείων Ελλάδος.
Η παρουσία του Έλληνα Πρωθυπουργού για πρώτη φορά σε κορυφαίες εκδηλώσεις του ποντιακού ελληνισμού έχει σοβαρή συμβολική σημασία, ενισχύει την ενεργοποίηση των Ποντίων και γενικότερα ανοίγει το δρόμο για να έρθει στο προσκήνιο η βαρύτητα του ελληνισμού της ανατολής.
Την ίδια περίοδο, στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος του ΠΑΣΟΚ, μέλη της Κεντρικής του Επιτροπής με ποντιακή καταγωγή και συνείδηση, θέτουν το ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας, που όμως δε βρίσκει ακόμα σημαντικό έδαφος υποστήριξης.
Μετά το 1988, η μαζική έλευση Ποντίων προσφύγων από τις χώρες της τέως Σ. Ένωσης, δίνει ευρύτερες διαστάσεις στο ποντιακό ζήτημα. Η ομαλή ενσωμάτωση και αποκατάσταση των Ποντίων προσφύγων, ή παλιννοστούντων όπως λανθασμένα αποκαλούνται εκείνη την εποχή, αποτελεί το μείζον ζήτημα που μας απασχολεί.
Η επείγουσα ανάγκη δημιουργίας κατάλληλης υποδομής για τη υποδοχή των νεοπροσφύγων έρχεται επανειλημμένα με τη μορφή δεκάδων ερωτήσεων, επερωτήσεων και συζητήσεων στη Βουλή, με πρωτοβουλία βουλευτών του ΠΑΣΟΚ ποντιακής καταγωγής αλλά και άλλων, με επικεφαλής τον υπογράφοντα και τους βουλευτές Θεσσ/κης Νίκο Ακριτίδη και Λευτέρη Κωνσταντινίδη. Με συγκροτημένη συνολική πρότασή μας, η Οικουμενική Κυβέρνηση της περιόδου 1989-1990 υπό τον Καθηγητή κ. Ξενοφώντα Ζολώτα, τον οποίο επισκέφτηκα για το σκοπό αυτό, ιδρύεται το Εθνικό Ίδρυμα Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων. Ατυχώς η μετέπειτα ολισθηρή πορεία του Ιδρύματος αυτού, δεν ανταποκρίθηκε στα οράματα των εμπνευστών του.
Την ίδια περίπου περίοδο, δημοσιοποιείται και το άγνωστο μέχρι τότε θέμα της ύπαρξης εκατοντάδων χιλιάδων κρυπτοχριστιανών ή εκμουσουλμανισμένων Ελλήνων, ή Ελληνορωμιών που διαβιούν μέχρι σήμερα κυρίως στις περιοχές του ορεινού Πόντου. Ένα άρθρο μου στην Ελευθεροτυπία της εποχής εκείνης που αναφερόταν και σ΄ αυτό το θέμα, δημιούργησε πολλές αντιδράσεις, ακόμη και από την πλευρά της επίσημης Τουρκίας.
Το ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας, τίθεται για πρώτη φορά στο ελληνικό Κοινοβούλιο με ερώτηση βουλευτών του ΠΑΣΟΚ στις 18 Μαρτίου 1991. Οι υπογράφοντες 10 βουλευτές κατά σειρά εγγραφής στην ερώτηση είναι οι εξής:
«Θόδωρος Κατσανέβας, Γιάννης Διαμαντίδης, Ντίνος Βρεττός, Στέλιος Παπαθεμελής, Βασίλης Παπαδόπουλος, Αλέκος Δαμιανίδης, Γιάννης Μελίδης, Γιώργος Παπανδρέου, Παναγιώτης Σγουρίδης, Παρασκευάς Φουντάς».
Επειδή δεν υπήρξε κυβερνητική απάντηση μέσα στο διάστημα των 20 ημερών όπως ισχύει υποχρεωτικά απ΄ τον κανονισμό της Βουλής, η ερώτηση μετατρέπεται σε επερώτηση, της οποίας όμως η συζήτηση αναβάλλεται. Τελικά η επερώτηση συζητείται σε πολύωρη συνεδρίαση στη Βουλή χωρίς όμως να υπάρξει ακόμη θετική κυβερνητική τοποθέτηση.
Τον Αύγουστο του 1992, το Γ΄ Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο που εγκαινίασε ο τότε Πρωθυπουργός Κων/νος Μητσοτάκης, με ψήφισμά του θέτει το ζήτημα της αναγνώρισης της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης για τη γενοκτονία των Ποντίων.
Στο ίδιο διάστημα γίνονται πολλές προσωπικές παρασκηνιακές διαβουλεύσεις σε επίπεδο κομμάτων και κυβέρνησης. Τελικά κατατίθεται και νέα ερώτηση στη Βουλή για το ίδιο ζήτημα στις 16 Σεπτεμβρίου του 1992 από τους βουλευτές:«Θόδωρο Κατσανέβα, Γιάννη Ανθόπουλο και Λευτέρη Κωνσταντινίδη».
Στην ερώτηση επισυνάπτεται και το σχετικό αίτημα του Γ΄ Παγκόσμιου Ποντιακού Συνεδρίου για την αναγνώριση της γενοκτονίας.
Η αρμόδια Υφυπουργός Εξωτερικών κα Βιργινία Τσουδερού, δίνει την ακόλουθη απάντηση στην ως άνω ερώτηση:
«Σε απάντηση της ανωτέρω ερωτήσεώς σας αναφέρουμε ότι η καθιέρωση της ημέρας μνήμης για τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού έπρεπε να είχε γίνει από χρόνια. Αφ΄ ης στιγμής στα πορίσματα του Γ΄ ποντιακού συνεδρίου του ποντιακού ελληνισμού αναφέρεται ότι η ημερομηνία αυτή πρέπει να είναι η 19η Μαΐου, η Κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να προχωρήσει στην κατάθεση σχετικού ψηφίσματος στην ολομέλεια του σώματος το ταχύτερο δυνατό.»
Είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση, ύστερα από τις πολλαπλές επίσημες και ανεπίσημες πιέσεις και διαβουλεύσεις, υιοθετεί το σχετικό αίτημα
Το Μάϊο του 1993, υποβάλουμε σχέδιο νόμου για την αναγνώριση της 19ης Μαΐου ως ημέρα μνήμης για τη γενοκτονία των Ποντίων. Παράλληλα, ανταποκρινόμενοι στο αίτημα της Εθνικής Αρμενικής Επιτροπής Ελλάδας καταθέτουμε παρόμοιο σχέδιο νόμου για την αναγνώριση της 24ης Απριλίου ως ημέρας μνήμης για τη γενοκτονία του 1,5 εκ. Αρμενίων από τους Τούρκους
Για το θέμα της γενοκτονίας αλλά και πολλαπλά άλλα προβλήματα των παλιννοστούντων όπως η στέγαση, η εκπαίδευση, η εύρεση εργασίας, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κλπ. καθώς και για το μείζον ζήτημα της εισαγωγής της ιστορίας του ελληνισμού της ανατολής, κατατίθενται παράλληλα πολλές ερωτήσεις και επερωτήσεις από τον υπογράφοντα και συναδέλφους του στη Βουλή, ενώ γίνονται παράλληλα και πολλαπλές άλλες ενέργειες με εισηγήσεις, προτάσεις, παραστάσεις και δημοσιεύσεις.
Στις 18 Μαΐου του 1993 εκδίδεται μήνυμα του τότε Υφυπουργού Εξωτερικών κ. Βύρωνα Πολύδωρα στο οποίο γινόταν ανοιχτά μνεία για το ζήτημα της γενοκτονίας των 350.000 Ποντίων και κατέληξε με την έκκληση ότι είναι αναγκαίο
«….να σταθούμε σιωπηλοί μπροστά σε μια από τις τραγικότερες σελίδες της ιστορίας μας». Το μήνυμα αυτό οδήγησε σε διάβημα διαμαρτυρίας του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών».
Τελικά, με την αλλαγή της κυβέρνησης, το αίτημα της επίσημης αναγνώρισης της γενοκτονίας γίνεται δεκτό. Στις 24 Φεβρουαρίου 1994, η Βουλή των Ελλήνων ψηφίσει ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο. Ο τουρκικός Τύπος αντιμετώπισε με έκπληξη την αναγνώριση, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η 19η Μαϊου είναι ημέρα εθνικής γιορτής για την Τουρκία αφιερωμένη στη νεολαία, σε ανάμνηση της απόβασης του Κεμάλ στη Σαμψούντα. Ο τούρκικός τύπος θεώρησε την αναγνώριση ως άλλη μια ελληνική πρόκληση, ενώ τα γεγονότα στον Πόντο παρουσιάστηκαν ως ειρηνική αναχώρηση για την Ελλάδα 100.000 Ρωμιών.
Η γενοκτονία των Ποντίων, όπως και των Αρμενίων, που επίσης αναγνωρίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο στις 25 Απριλίου του 1996, αποτελούν πλέον δεδομένα ιστορικά γεγονότα που οφείλουν να καταγραφούν και να αναγνωριστούν όπως έχει γίνει με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Κι΄ αυτό όχι ως πράξη εκδίκησης ή αντιπαλότητας με την Τουρκία, αλλά ως ένα πελώριο ιστορικό χρέος και ως υπενθύμιση πράξεων που δε θα πρέπει να ξαναζήσει ο κόσμος μας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η ΗΠΑ, και το ΝΑΤΟ, αν επιθυμούν να είναι κατά το δυνατόν αξιόπιστοι στους πρόσφατους πολεμικούς παροξυσμούς τους, οφείλουν να αναγνωρίσουν αυτά τα γεγονότα που προκύπτουν από αδιάψευστες μαρτυρίες και των δικών τους ιστορικών αρχείων.
Το επόμενο βήμα είναι η αναγνώριση της γενοκτονίας του ποντιακού και μικρασιατικού Ελληνισμού από τη διεθνή κοινότητα. Το ζήτημα τίθεται από τις ποντιακές Ομοσπονδίες στον ΟΗΕ με την έλευση του Μαΐου τα τρία τελευταία χρόνια. Στις 19 Μαϊου του τρέχοντος έτους, υποβάλαμε σχετική ερώτηση στη Βουλή όπου ζητάμε από την Ελληνική Κυβέρνηση να θέσει το ζήτημα της γενοκτονίας από τον ΟΗΕ, τη Διεθνή Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις άλλες εθνικές κυβερνήσεις και ειδικότερα των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Αυστρίας, του Ισραήλ. Το αντίστοιχο προηγούμενο που υπάρχει για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων και της γενοκτονίας των Αρμενίων, συνιστά και το πλέον κατάλληλο ιστορικό δεδομένο για τη διεθνοποίηση του μεγάλου τραγικού ιστορικού γεγονότος της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Πηγή : από ομιλία του Θεόδωρου Κατσανέβα το Μάϊο του 1999 στη Βουλή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου