20 Αυγ 2019

Ποια πτυχία βρίσκουν δουλειά





Μετά το πέσιμο της αυλαίας των πανελλήνιων εξετάσεων, αναμένεται η βαθμολόγηση των διαγωνιζομένων για να συμπληρώσουν το μηχανογραφικό δελτίο για τα  ΑΕΙ. Οι  εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές των νέων στην ηλικία των 14-18 ετών είναι αποφασιστικής σημασίας για τη ζωή τους όλη. Γι’ αυτό και χρειάζεται  μεγάλη περίσκεψη, σοβαρότητα και συνεκτίμηση συγκεκριμένων δεδομένων και καταστάσεων. Το είδος των σπουδών είναι αναγκαίο να επιλέγεται όχι παρορμητικά, αλλά με αυτογνωσία, με μακροπρόθεσμους στόχους, εφικτά οράματα και προσδοκίες. Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να κάνει όνειρα για το μέλλον. Αλλά καλό είναι να φροντίσει ώστε τουλάχιστον ορισμένα απ’ αυτά να γίνουν πραγματικότητα.


Μπροστά στο μεγάλο αυτό σταυροδρόμι της ζωής του  ένας νέος πρέπει να προσπαθήσει να δει τον εαυτό του ύστερα από δέκα ή είκοσι χρόνια και να σκεφτεί τι θα ήθελε και τι θα μπορούσε να κάνει. Αν επιλέξει μια ορισμένη κατεύθυνση σπουδών που τον ενδιαφέρει, σκόπιμο είναι να εξετάσει τις επαγγελματικές προοπτικές που συνδέονται με μια τέτοια κατεύθυνση[1]. Αυτό δεν αποκλείει την περίπτωση βέβαια να διαλέξει κάποιες σπουδές που του είναι ιδιαίτερα επιθυμητές, αλλά οι προοπτικές των πλέον συγγενών επαγγελμάτων να είναι περιορισμένες στην αγορά εργασίας. Τότε, θα πρέπει να γνωρίζει ότι είναι πολύ πιθανό να μην υπάρχουν αρκετές κενές θέσεις εργασίας στο συναφές αντικείμενο και τελικά να ακολουθήσει μια διαφορετική πορεία καριέρας απ’ αυτή που συνδέεται με τις σπουδές του. Επίσης, χρήσιμο είναι να συνεκτιμήσει το βαθμό δυσκολίας εισαγωγής σε σχέση με τις ατομικές βαθμολογικές του επιδόσεις. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι θα πρέπει να αποκλείονται οι όποιοι υψηλοί στόχοι, αλλά, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να βρίσκονται μέσα στα όρια του εφικτού, έστω και οριακά. Ένας απλός και πρακτικός τρόπος να προσδιοριστεί κάτι τέτοιο είναι η σύγκριση των κατώτερων βαθμολογικών βάσεων για την εισαγωγή στα επιθυμητά τμήματα σπουδών, με τις ατομικές επιδόσεις και τις λογικές δυνατότητες βελτίωσής τους, ύστερα από σοβαρή προετοιμασία και εντατική προσπάθεια, χωρίς ακραίες υπερβολές βέβαια. Κάτι τέτοιο έχει φυσικά σημασία μόνο στο βαθμό που θα τηρηθεί στην πράξη. Έχει σημασία στη ζωή να τηρούμε τις συμφωνίες που κάνουμε και κυρίως αυτές που κάνουμε με τον εαυτό μας.

Ένα άλλο ζήτημα που τίθεται είναι η περιοχή, ο τόπος δηλαδή όπου είναι εγκατεστημένο το τμήμα ή τα τμήματα των σχολών επιλογής του υποψηφίου. Όταν επιτυγχάνεται η εισαγωγή σε σχολή μακριά από την οικογενειακή εστία, τότε τίθεται το ζήτημα των επιπλέον οικονομικών εξόδων που απαιτούνται, καθώς και οι όποιες ανησυχίες, συνήθως όχι σοβαρές, σχετικά με τη διαβίωση μακριά από το σπίτι, κάτι που κανονικά δε θα πρέπει να αποκλείεται υπό κανονικές και ελεγχόμενες συνθήκες. Οι εναλλακτικές δυνατότητες για εισαγωγή σε τμήματα για τα οποία υπάρχει μικρότερη επιθυμία εισαγωγής θα πρέπει επίσης να συνεκτιμηθούν. Ίσως και να  είναι προτιμότερο να επιλέγονται τμήματα με χαμηλότερη βαθμολογική βάση, όπως λ.χ. ορισμένα ΤΕΙ, που όμως ταιριάζουν περισσότερο με τα ενδιαφέροντα και τις προοπτικές καριέρας του υποψηφίου, παρά τμήματα που έχουν υψηλότερη βάση αλλά δεν είναι συμβατά με τις παραπάνω προϋποθέσεις. Φυσικά, έχει επίσης σημασία και το επίπεδο σπουδών κάθε σχολής, αν και στη χώρα μας, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει διεθνώς, δεν έχουν, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, καθιερωθεί έγκυροι δείκτες αξιολόγησης των τμημάτων των ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Ανακεφαλαιώνοντας, επισημαίνεται ότι οι επιλογές σπουδών πρέπει να γίνονται βασικά με τη συνεκτίμηση των ακόλουθων δεδομένων:
1)         Ενδιαφέροντα, κλίσεις, προσωπικότητα και δυνατότητες του υποψηφίου.
2)         Βαθμός δυσκολίας εισαγωγής σε σχέση με τις ατομικές επιδόσεις του υποψηφίου.
3)         Προοπτικές στην αγορά εργασίας των επαγγελμάτων που συνδέονται με τις επιλεγόμενες σπουδές.
4)                  Περιοχή όπου βρίσκεται το επιλεγόμενο τμήμα, σε σχέση με τον τόπο κατοικίας του υποψηφίου.
Τα τελευταία χρόνια έχει επέλθει μια σχετική εξισορρόπηση ανάμεσα στον αριθμό των υποψηφίων και στον αριθμό των προσφερόμενων θέσεων από τα ΑΕΙ και ΤΕΙ στη χώρα μας, σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση υπηρεσιών τριτοβάθμιας παιδείας, που στη χώρα μας είναι από τις υψηλότερες διεθνώς. Tο ποσοστό των ατόμων ηλικίας 18-24 ετών στην Ελλάδα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Οι τελευταίες αυτές διαπιστώσεις θα πρέπει να αποδοθούν στη δραματική μείωση της γεννητικότητας του ελληνικού πληθυσμού, στις αυξημένες προσδοκίες κοινωνικής ανόδου που διατρέχουν την ελληνική κοινωνία και, σε τελευταία ανάλυση, στη διεύρυνση των προσφερόμενων θέσεων ΑΕΙ και ΤΕΙ. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η διεύρυνση αυτή έγινε ανεξέλεγκτα, με πρωτοβουλίες των διάφορων ΑΕΙ και ΤΕΙ, χωρίς κεντρικό προγραμματισμό, με βάση τις πραγματικές ανάγκες της παιδείας και της αγοράς εργασίας. Έτσι, πολλαπλασιάστηκαν τα τμήματα σπουδών που συνδέονται με κορεσμένα επαγγέλματα και διογκώθηκε ακόμη περισσότερο το πεπαλαιωμένο μοντέλο της ανώτατης εκπαίδευσης, μεγάλο μέρος της οποίας «παράγει ανέργους».

Το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια παιδεία οδηγεί πολλούς νέους σε τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ που δεν ταιριάζουν με τις πραγματικές τους επιθυμίες και ενδιαφέροντα. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Πατρών, το 73% των φοιτητών δήλωσε ότι σπουδάζει σε σχολή που δεν ήταν η πρώτη του προτίμηση και το 45% ότι έχει εισαχθεί σε σχολή που ήταν η τελευταία στις προτιμήσεις του[2]. Βέβαια, είναι γεγονός ότι μέχρι σήμερα πολλές από τις δηλωμένες αυτές προτιμήσεις δεν είναι αποτέλεσμα κατάλληλου επαγγελματικού προσανατολισμού και πολύπλευρης ενημέρωσης του υποψηφίου, ιδιαίτερα όσον αφορά τις προοπτικές καριέρας. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, το γενικότερο πρόβλημα είναι έντονα υπαρκτό και δημιουργεί σοβαρό προβληματισμό.

Με το σύστημα που καθιερώθηκε πιο πρόσφατα, η δυνατότητα επιλογής των τμημάτων σχολών από τους υποψηφίους μετά την ανακοίνωση της βαθμολογίας τους στις πανελλήνιες εξετάσεις και το συνολικό αριθμό των μορίων που συγκεντρώνουν βελτίωσε την κατάσταση. Κι αυτό γιατί έτσι μπορεί να επιτευχθεί ένας καλύτερος συνδυασμός των επιθυμιών με τις δυνατότητες εισαγωγής, για τις οποίες υπάρχει μια κατά προσέγγιση εκτίμηση που στηρίζεται στις βάσεις των τμημάτων από τον προηγούμενο χρόνο. Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της εισαγωγής σε σχολές που ταιριάζουν με τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις, τις δυνατότητες και τις σχετικές επαγγελματικές προοπτικές υφίσταται ακόμη και γι’ αυτό απαιτείται σοβαρή προετοιμασία, αυτογνωσία και κατάλληλος επαγγελματικός προσανατολισμός.

Ανάλογα με τις οικογενειακές οικονομικές και βαθμολογικές  δυνατότητες, υπό εξέταση είναι βέβαια και η επιλογή των κατάλληλων σπουδών στο εξωτερικό ή, εναλλακτικά, σε παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα που μέχρι σήμερα λειτουργούν ως Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, ή η εισαγωγή σε δημόσια ή ιδιωτικά ΙΕΚ. Ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών στο εξωτερικό αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια και η αναλογία τους σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας είναι η υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσον αφορά τις μεταπτυχιακές σπουδές, θα πρέπει ίσως, με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή, να επιλέγονται εκείνες που οδηγούν σε επαγγέλματα με θετικές προοπτικές. Η εξαίρεση στον κανόνα αυτό αφορά τις περιπτώσεις εκείνες των ατόμων με υψηλότατες επιδόσεις και μεγάλη έφεση για ακαδημαϊκή και ερευνητική καριέρα. Κι αυτό με την προϋπόθεση ότι θα γνωρίζουν ότι μια τέτοια καριέρα είναι ιδιαίτερα απαιτητική και οι εισοδηματικές της προοπτικές συνήθως δεν αντιστοιχούν στην επίπονη προσπάθεια, στις υψηλές επιδόσεις και δυνατότητες που απαιτούνται σχετικά. Αλλά όταν κάποιος είναι σίγουρος ότι θέλει κάτι όσο οτιδήποτε άλλο, τότε η απόκτησή του αξίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

   
Eπαγγέλματα με πολύ θετικές προοπτικές εργασίας είναι όσα συνδέονται με τον ευρύτερο τομέα της πληροφορική, των τηλεπικοινωνιών και της σύγχρονης τεχνολογίας. Ικανοποιητικές   είναι επίσης οι προοπτικές του ευρύτερου κλάδου της οικονομίας, (με εξαίρεση το επάγγελμα του χρηματιστή), του τουρισμού, των πωλήσεων, των δημοσίων σχέσεων, της μηχανολογίας, της τεχνολογίας και των κατασκευών, καθώς και των περισσότερων επαγγελμάτων υγείας και πρόνοιας με εξαίρεση των γιατρών, των οδοντιάτρων και των φαρμακοποιών. ειδικότερα ικανοποιητικό μέλλον έχουν τα επαγγέλματα που συνδέονται με την τεχνολογία της υγείας όπως οι βοηθοί ιατρικών εργαστηρίων, ακτινολογίας κλπ, όπως και οι νοσηλευτές. Στον τομέα της πρόνοιας, καλές προοπτικές έχουν οι κοινωνικοί λειτουργοί, ενώ κάμψη εμφανίζει ο επαγγελματικός ορίζοντας των ψυχολόγων, λόγω της πληθώρας των αποφοίτων από σχετικές σχολές τα τελευταία χρόνια. Πολύ καλό μέλλον έχουν  κατά κανόνα τα επαγγέλματα των γραφικών τεχνών, των μεταφορών, της ναυτιλίας και του επισιτισμού. Αντίθετα, ιδιαίτερα κορεσμένα είναι  τα επαγγέλματα του γιατρού, του οδοντίατρου, του δικηγόρου, του φαρμακοποιού, του χημικού, του χημικού - μηχανικού, του βιολόγου, του γεωλόγου, του μεταλλειολόγου, του ναυπηγού, του αεροναυπηγού. Αρνητικές προοπτικές έχουν επίσης τα επαγγέλματα των καλών τεχνών και επικοινωνίας, ιδιαίτερα του ηθοποιού και του δημοσιογράφου. Τα παιδαγωγικά επαγγέλματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που συνδέονται με θεωρητικές σπουδές  όπως η φιλοσοφία, η φιλολογία, η θεολογία, η ιστορία και η αρχαιολογία έχουν πολύ και το ίδιο ισχύει για τη λαογραφία, την κοινωνιολογία. Το ίδιο ισχύει και για τις διεθνείς σπουδές, τις πολιτικές επιστήμες, την εθνολογία, τη γεωγραφία. Οι απόφοιτοι  των θεωρητικών σπουδών όμως έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν πιο εύκολα απ’ ότι οι ομόλογοι τους από στενές, τεχνοκρατικές και κορεσμένες ειδικότητες όπως οι γιατροί, οδοντίατροι, οι γεωλόγοι, οι χημικοί μηχανικοί να μεταστραφούν σε άλλα επαγγέλματα όπως αυτά των δημοσίων σχέσεων, του τουρισμού, της διοίκησης επιχειρήσεων. Κι’ αυτό γιατί οι θεωρητικές σπουδές περισσότερο από όλες, παρέχουν το αναγκαίο υπόβαθρο γνώσης όπου μπορούν να στηριχθούν άλλες πιο εξειδικευμένες δεξιότητες, μαθαίνουν δηλ. πώς να μαθαίνουν.

Τα επαγγέλματα του νηπιαγωγού και του βρεφονηπιοκόμου έχουν αυτή την περίοδο και για τα επόμενα δέκα περίπου χρόνια σχεδόν απαγορευτικές προοπτικές. Αντίθετα οι παιδαγωγικές σπουδές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν καλές προοπτικές ακόμα και για όσους εισαχθούν σε σχολές το ερχόμενο Ακαδημαικό έτος. Αυτό οφείλεται στην απορρόφηση μεγάλου αριθμού δασκάλων λόγω της λειτουργίας του ολοήμερου σχολείου.

Όσοι  βέβαια επιλέξουν  σπουδές που συνδέονται με κορεσμένα επαγγέλματα, δε είναι δεδομένο ότι θα αποτύχουν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Γιατί όταν κάποιος είναι καλός στη δουλειά του, ανανεώνει συνεχώς τις γνώσεις του, όταν  γνωρίζει καλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και αγγλικά, είναι ανήσυχος, αξιόπιστος, σοβαρός και κινητικός ως εργαζόμενος,  επαγγελματίας και ως ολοκληρωμένη  ανθρώπινη προσωπικότητα, τότε μπορεί να έχει μια επιτυχημένη καριέρα σε οποιοδήποτε σύγχρονο επάγγελμα. Αλλά αν ένας νέος καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε διάφορα επαγγέλματα που του ταιριάζουν, είναι προτιμότερο να επιλέξει εκείνα που έχουν θετικές προοπτικές και να αποφύγει το αντίθετο. Αυτό αφορά περισσότερο εκείνον που έχει μέτριες ή χαμηλές βαθμολογικές επιδόσεις και λιγότερο εκείνον με υψηλούς βαθμούς και ισχυρή θέληση. Όταν υπάρχουν υψηλές προσωπικές επιδόσεις και ισχυρή θέληση, τότε υπάρχουν και ευρύτερες δυνατότητες επιλογών, ακόμα και ανάμεσα σε κορεσμένα επαγγέλματα. Βέβαια εδώ χρειάζεται προσοχή στο να μην υπερεκτιμά κανείς τις δυνατότητες και τους ορίζοντες του, όπως συχνά συμβαίνει με ορισμένα άτομα που επιλέγουν λαμπερά επαγγέλματα όπως του ηθοποιού και τελικά καταλήγουν σε αδιέξοδο.

Σε αρκετές περιπτώσεις, οι απόφοιτοι επιμέρους σχολών μπορούν να ακολουθήσουν διαφορετικό επάγγελμα από εκείνο που προδιαγράφουν οι σπουδές τους, αλλά όχι πάντοτε. Σε αυστηρά κατοχυρωμένα επαγγέλματα όπως λχ. του γιατρού, του δικηγόρου, του πολιτικού μηχανικού, του φιλόλογου-καθηγητή, κλπ., δεν μπορεί οποιοσδήποτε να εισέλθει αν δε διαθέτει τουλάχιστον αντίστοιχο αναγνωρισμένο πτυχίο. Σε μη κατοχυρωμένα  επαγγέλματα όπως του δημοσιογράφου, του πληροφορικού, του μουσικού, κλπ.,  μπορεί να εισέλθει οποιοσδήποτε  ανεξάρτητα από τις όποιες σπουδές του. Σε γενικές γραμμές πάντως, απόφοιτοι θεωρητικών σπουδών όπως η φιλολογία, η κοινωνιολογία, οι πολιτικές επιστήμες, τα μαθηματικά, κλπ., αν και οι άμεσες  επαγγελματικές  τους διέξοδοι, που είναι συνήθως η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είναι σήμερα πολύ κορεσμένοι, υπάρχει η δυνατότητα μεταστροφής τους, ιδιαίτερα ύστερα από κατάλληλη μετεκπαίδευση, σε τομείς με καλές προοπτικές όπως οι δημόσιες σχέσεις, ο τουρισμός, η διοίκηση επιχειρήσεων, κλπ. Κι’ αυτό γιατί στις θεωρητικές σπουδές «μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν» και λογικά τους είναι ποιο εύκολο να μεταστραφούν σε διαφορετικά αντικείμενα γνώσης και δεξιοτήτων. Αντίθετα, οι απόφοιτοι στενών και πολύχρονων ειδικοτήτων όπως οι γιατροί, οι οδοντίατροι, οι γεωλόγοι, κλπ.,  δεν είναι εύκολο μετά από το συγκεκριμένο αντικείμενο των εξειδικευμένων σπουδών τους, να στραφούν με επιτυχία σε άλλους τομείς. Σημασία έχει επίσης η κατεύθυνση των μεταπτυχιακών σπουδών για όσους ακολουθήσουν έναν τέτοιο δρόμο και είναι ανεπίτρεπτο λάθος να μην επιλεγούν  αυτές τουλάχιστον οι  σπουδές, με την πρέπουσα σύνεση.

                                              



[1] Οι θετικές ή αρνητικές προοπτικές των επαγγελμάτων στην Ελλάδα για τα επόμενα 5-10 χρόνια προέρχονται από πολυετείς ανανεωμένες έρευνες της επιστημονικής ομάδας του Θόδ. Κατσανέβα στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και έχουν δημοσιοποιηθεί σε πολυάριθμα άρθρα, ομιλίες, εισηγήσεις, μελέτες, βιβλία με πιο πρόσφατο τα: Επαγγέλματα του Μέλλοντος και του Παρελθόντος. Προοπτικές Επαγγελμάτων στην Ελλάδα και στις 13 Περιφέρειές της και επαγγελματικός Προσανατολισμός, εκδόσεις Πατάκης,  2004 ανανεωμένη έκδοση. 

[2] Αλαχιώτης, Σ., Ζούμπος,Ν., Κάντας,Α. (2000). Έρευνα για τις προσδοκίες των φοιτητών του Πανεπιστημίου Πατρών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου