18 Αυγ 2019

Παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή επαγγέλματος και την ανάπτυξη σταδιοδρομίας




 Η παρούσα εργασία, αποσκοπεί στη διερεύνηση των βασικών οικονομικών, θεσμικών και επί μέρους παραγόντων που επηρεάζουν την απασχολησιμότητα, τις επαγγελματικές επιλογές, την εύρεση εργασίας, τη χρονική διάρκεια της ανεργίας  και την ανάπτυξη σταδιοδρομίας, μέσω μιας ολιστικής προσέγγισης και συνδυασμού της οικονομικής της εργασίας με τη σύγχρονη συμβουλευτική σταδιοδρομίας. Για το σκοπό αυτό, διενεργήθηκε  εμπειρική έρευνα, στην οποία έλαβαν μέρος 304 άτομα διαφόρων ηλικιών, επαγγελματικών κλάδων, μορφωτικού επιπέδου, οικογενειακής κατάστασης και κοινωνικοοικονομικής θέσης. Μελετάται, ακόμη, η σχέση συνάφειας και αλληλεξάρτησης μεταξύ των διαφόρων αυτών παραγόντων και γίνεται προσπάθεια να αξιολογηθούν και να εκτιμηθούν κατάλληλα προς την κατεύθυνση της βέλτιστης απόφασης ανάπτυξης σταδιοδρομίας. (Επιστημονικό άρθρο από Θεόδωρο Κατσανέβα** και Ιωάννα Τσιαπαρίκου**, δημοσιεύτηκε στην Επιθεω΄ρηση Συμβοιυλευτικής και προσανατολιμού της επιστημονικήςΕταιρείας Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού).


FACTORS THAT AFFECT VOCATIONAL CHOICE AND CAREER DEVELOPMENT – DEPENDENCIES AND INTERACTIONS

The present study aims to investigate the basic economic, institutional and individual factors that affect employability, career choices, job find, duration of unemployment and career development through a holistic approach and a combination of labor economics with modern career guidance. For that reason, we conducted empirical research, attended by 304 people of various ages, work environment, educational level, family status and socioeconomic status. We study dependencies and interactions among the above factors and we attempt to evaluate and assess them towards an optimized decision for career development.
Theodore Katsanevas*, Ioanna Tsiaparikou**

1.      Εισαγωγή
Αναμφισβήτητα, η εργασία ενέχει κεντρικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων σε όλες τις ιστορικές περιόδους και σε όλους τους πολιτισμούς. Σύμφωνα με μελέτες του Harpaz (1999) ανάμεσα σε διαφορετικά έθνη και πολιτισμούς, η εργασία βρέθηκε να ενέχει το δεύτερο σε σημαντικότητα ρόλο μετά την οικογένεια. Δεν είναι τυχαίο το ότι μια από τις πρώτες ερωτήσεις που κάνουν οι άνθρωποι όταν συναντούν κάποιον για πρώτη φορά είναι «Τι δουλειά κάνεις;». Συνεπώς, ισχυροποιείται η πεποίθηση ότι το επάγγελμα αποτελεί έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες κοινωνικού στάτους (Super, 1976).
Δεδομένου του κυρίαρχου και καθοριστικού ρόλου που ενέχει η εργασία στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, όπως και των ραγδαίων αλλαγών στο διεθνές κοινωνικοοικονομικό στερέωμα, γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτός ο χρήσιμος ρόλος της συμβουλευτικής ανάπτυξης σταδιοδρομίας, τόσο σε επίπεδο ατομικό όσο και συνολικά, σε επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής κάθε κράτους ή ομοσπονδίας κρατών. 
Το συνεχώς μεταβαλλόμενο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον έχει κολοσσιαίο αντίκτυπο στον κόσμο της εργασίας, με ριζικές ανακατατάξεις στις εργασιακές σχέσεις σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο, καθώς και με διόγκωση του προβλήματος της ανεργίας. Ειδικότερα, στην Ελλάδα, η ανεργία που βρίσκεται σε δυσθεώρητο ύψος  σήμερα, δημιουργεί οξύτατα ψυχολογικά και κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, ιδιαίτερα στους νέους. Στο πλαίσιο των συνθηκών αυτών, η επαγγελματική σταδιοδρομία δεν μπορεί πια να έχει μονοσήμαντο χαρακτήρα. Η επαγγελματική ζωή δε θα αρχίζει και δε θα τελειώνει με την ίδια δουλειά για την πλειονότητα των εργαζομένων (Κασσωτάκης, 2003).
Η ρευστότητα στον εκπαιδευτικό χώρο και η εργασιακή αβεβαιότητα που επικρατεί στην επαγγελματική πραγματικότητα δυσκολεύει τη λήψη αποφάσεων σχετικών με την επιλογή σπουδών και επαγγέλματος. Η ανάγκη για δια βίου παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής για την ανάπτυξη της σταδιοδρομίας θεωρείται ως βασικό προαπαιτούμενο, ώστε κάθε άνθρωπος να εφοδιάζεται με γνώσεις, να αναπτύσσει δεξιότητες και να αποκτά τα εχέγγυα για να λαμβάνει τις αποφάσεις εκείνες που θα του εξασφαλίσουν ασφάλεια και επιτυχία στον εργασιακό στίβο, αλλά και στη ζωή του.
Η ανάγκη, όμως, για ανάπτυξη του κλάδου συμβουλευτικής σταδιοδρομίας επιβάλλεται και σε κάθε σύγχρονη κοινωνία και κράτος. Ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη ενός παραγωγικού μοντέλου, η αύξηση της απασχόλησης και η μείωση της ανεργίας, η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη περνούν μέσα από το σχεδιασμό και την ανάπτυξη του κλάδου συμβουλευτικής σταδιοδρομίας. Συνεπώς, τόσο σε μικροοικονομικό όσο και σε μακροοικονομικό επίπεδο, η συνεισφορά του κλάδου συμβουλευτικής και προσανατολισμού είναι θετική για την απόκτηση του καλύτερου δυνατού επιπέδου απασχόλησης.
Έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, το παρόν άρθρο ασχολείται με τους οικονομικούς, θεσμικούς, κοινωνικούς, ατομικούς και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή επαγγέλματος και ανάπτυξη σταδιοδρομίας και ειδικότερα τη βαρύτητα που αυτοί έχουν στη λήψη εκπαιδευτικής ή επαγγελματικής απόφασης. Μελετάται, ακόμη, η σχέση συνάφειας και αλληλεξάρτησης μεταξύ των διαφόρων αυτών παραγόντων και γίνεται προσπάθεια να αξιολογηθούν και να εκτιμηθούν κατάλληλα προς την κατεύθυνση της βέλτιστης απόφασης σχεδιασμού και υλοποίησης σταδιοδρομίας.
Η επιλογή επαγγέλματος και η ανάπτυξη σταδιοδρομίας επηρεάζεται από ένα συνδυασμό ατομικών και κοινωνικοοικονομικών ή περιβαλλοντικών παραγόντων. Η βιβλιογραφική επισκόπηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιλογή επαγγέλματος και ο σχεδιασμός και υλοποίηση σταδιοδρομίας προκύπτει μέσω μιας διαδικασίας αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε μεταβλητές που σχετίζονται με την προσωπικότητα, με περιβαλλοντικούς παράγοντες και διαστάσεις λήψης αποφάσεων.
Ο σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να διερευνήσει τους ανθρώπινους και περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τα άτομα να επιλέξουν κάποιο επάγγελμα, να προετοιμαστούν γι’ αυτό, να εισέλθουν σε αυτό, επιτυγχάνοντας και κερδίζοντας ικανοποίηση από αυτό. Παρακάτω επιχειρείται μία συνοπτική παρουσίαση των κυριότερων ενδογενών και εξωγενών παραγόντων που επηρεάζουν την ανάπτυξη σταδιοδρομίας.
Φύλο
Τις τελευταίες δεκαετίες, έχει παρουσιαστεί μια έκρηξη έρευνας σχετικά με τις επιδράσεις του φύλου στην ανάπτυξη σταδιοδρομίας. Η έρευνα, εδώ και 30 χρόνια, καταδεικνύει με συνέπεια διαφορές στις επαγγελματικές φιλοδοξίες ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι Sellers, Satcher, & Comas (1999) θεώρησαν το ρόλο των στερεοτύπων για τα δύο φύλα και της επιρροής του στην επιλογή επαγγέλματος ως κυρίαρχο στην κοινωνία μας. Οι Davey & Stoppard (1993) βρήκαν ότι οι γυναίκες διαθέτουν περισσότερο ευέλικτο προσανατολισμό σε ότι αφορά τους διάφορους ρόλους ζωής (π.χ. οικογένεια και καριέρα) από τους άντρες. Ο Astin (1984) εξήγησε ότι οι νέες γυναίκες αναμένεται να επιδιώξουν περισσότερο παραδοσιακά γυναικεία επαγγέλματα από ότι θα επιθυμούσαν γιατί θεωρούνται πιο προσβάσιμα σε σχέση με τα κυρίαρχα αντρικά επαγγέλματα.
Ενδιαφέροντα
Το θέμα που έχει μελετηθεί περισσότερο στην επαγγελματική ψυχολογία και ανάπτυξη σταδιοδρομίας, όπως και αυτό με το οποίο συνήθως αναγνωρίζεται ο χώρος της συμβουλευτικής σταδιοδρομίας είναι η μελέτη των επαγγελματικών ενδιαφερόντων. Σε αυτή τη θεωρητική βάση έχουν αναπτυχθεί μια σειρά από ερωτηματολόγια και τεστ προσδιορισμού επαγγελματικών ενδιαφερόντων. Σε γενικότερο επίπεδο ανάλυσης βρίσκονται οι ευρέως αποδεκτές τυπολογίες, ιδιαίτερα αυτή του Holland (1966, 1973, 1985, 1997b). Η Θεωρία του Holland (Holland, 1959, 1962, 1963, 1966α, 1966β, 1968, 1973, 1985, 1992, 1997β) κατατάσσει τα επαγγέλματα σε έξι μεγάλες κατηγορίες επαγγελματικού περιβάλλοντος: το ρεαλιστικό-πρακτικό, το διανοητικό, το καλλιτεχνικό, το κοινωνικό, το επιχειρηματικό και το συμβατικό. Σε καθεμιά από αυτές της κατηγορίες αντιστοιχεί και ένας τύπος προσωπικότητας.
Οι έξι τύποι προσωπικότητας απεικονίζονται στο εξάγωνο του Holland (σχήμα 1):

Σχήμα 1. Το εξάγωνο του Holland

Πηγή: (Προσαρμογή από Holland, 1985)

Η τυπολογία του Holland ήταν τόσο επιτυχής, ώστε έχει κυριαρχήσει στο χώρο της θεωρίας και μέτρησης ενδιαφερόντων μέχρι και σήμερα.
Ικανότητες, δεξιότητες
Ευρέως αποδεκτές ως ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες επιρροής των επαγγελματικών επιλογών, οι ικανότητες και δεξιότητες, αναφέρονται σε μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας ανάπτυξης σταδιοδρομίας. Η ικανότητα μπορεί να εξεταστεί σε διάφορα επίπεδα, από τη γενική μαθησιακή ικανότητα (γνωστή και ως γενική νοημοσύνη) έως και περισσότερο συγκεκριμένες ικανότητες σχετικές με τα επαγγέλματα, όπως η χειρονακτική επιδεξιότητα, η μηχανική κατανόηση και η ταχύτητα και ακρίβεια γραφής.
Αυτοαντίληψη, αυτοεκτίμηση και αυτογνωσία
Η βαθιά αντίληψη και επίγνωση των ατομικών χαρακτηριστικών του κάθε ατόμου είναι ουσιώδης παράγοντας και εφαλτήριο για την ορθολογική ανάπτυξη σταδιοδρομίας. Επιβάλλεται να γνωρίζει κανείς ποιος πραγματικά είναι, τι επιζητεί και τι του ταιριάζει. Συνήθως το άτομο που έχει υψηλό βαθμό αυτοαντίληψης, βάζει υψηλούς στόχους, θεωρώντας ότι έχει τις ικανότητες και τις αναγκαίες προϋποθέσεις να τους πετύχει. Προσανατολίζεται, κατά κανόνα, προς ανώτατες σπουδές και επαγγέλματα υψηλά στην κοινωνική ιεραρχία. Είναι απαραίτητο βέβαια η θετική αυτοαντίληψη να είναι ρεαλιστική, αλλιώς ελλοχεύουν κίνδυνοι απογοήτευσης και εμφάνισης ψυχολογικών και κοινωνικών προβλημάτων (Φλουρής, 2004).

Οικογένεια
Η κοινωνικοποίηση του ατόμου είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την επαγγελματική του ανάπτυξη, ανεξάρτητα από τις ατομικές του προτιμήσεις, δεξιότητες και κλίσεις. Η πρωτογενής κοινωνικοποίηση, ιδιαίτερα στις μικρές ηλικίες συντελείται σχεδόν αποκλειστικά μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Το γονεϊκό σύστημα αξιών διαμορφώνει τις φιλοδοξίες και τις επαγγελματικές προσδοκίες του νεαρού ατόμου που αναπτύσσεται σύμφωνα με τις οικογενειακές αρχές. Το επάγγελμα του παιδιού συχνά είναι ίδιο με του πατέρα ή της μητέρας και έτσι εξασφαλίζεται η οικογενειακή παράδοση και συνέχεια. Επιπλέον συχνά οι ίδιοι οι γονείς επεμβαίνουν στην επιλογή επαγγέλματος των παιδιών τους. Αυτό παρατηρείται σε κάθε κοινωνία, αλλά ιδιαίτερα σε χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου το κράτος πρόνοιας δεν αναπτύχθηκε έγκαιρα στον απαιτούμενο βαθμό, ο ρόλος της οικογένειας στην υποστήριξη του μέλλοντος της επόμενης γενιάς γίνεται πρωταρχικός (Πατινιώτης, 2004). Οι Schulenberg, Vondracek και Crouter (1984) καταλήγουν στο ότι η επίδραση της οικογένειας στην επαγγελματική ανάπτυξη εδράζεται σε δύο διαστάσεις: 1) στην παροχή ευκαιριών (για παράδειγμα, εκπαιδευτικών, οικονομικών, πληροφόρησης) και 2) μέσω της κοινωνικοποίησης (για παράδειγμα, μέσω των γονικών πρακτικών και των σχέσεων γονιών-παιδιού).
Κοινωνικοοικονομική θέση
Η κοινωνική τάξη ή το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο αναγνωρίζεται ευρέως ως καθοριστικός παράγοντας επαγγελματικής συμπεριφοράς, από τα αρχικά στάδια του επιστημονικού αυτού πεδίου. Από πλήθος σχετικών ερευνών διαφαίνεται ότι το κοινωνικοοικονομικό στάτους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, στον καθορισμό επαγγελματικών ή εκπαιδευτικών προσδοκιών (π.χ., Furlong & Cartmel, 1995; Holmes & Esses, 1988; Rojewski & Yang, 1997; Wahl & Blackhurst, 2000). Γενικότερα, τα ευρήματα των ερευνών σημειώνουν θετικές συσχετίσεις μεταξύ οικονομικοκοινωνικής θέσης και επαγγελματικών προσδοκιών. Οι Schoon & Parsons (2002), για παράδειγμα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το κοινωνικοοικονομικό στάτους της οικογένειας σχετίζεται με τα μελλοντικά επαγγελματικά επιτεύγματα των τέκνων.
Εκπαιδευτικά δεδομένα
Ένας ακόμη παράγοντας που αναμφίβολα επηρεάζει τον εκπαιδευτικό και επαγγελματικό προσανατολισμό των μαθητών είναι οι μαθησιακές τους επιδόσεις και η αξιολόγηση του μαθητή, όπως ορίζεται από το εκπαιδευτικό σύστημα.
Μια σειρά συγγραφέων (Marjoribanks, 2002; Mau & Bikos, 2000, Rottinghaus et al., 2002; Schoon & Parsons, 2002) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι εκπαιδευτικές φιλοδοξίες – η εντύπωση που σχηματίζεται σχετικά με τις ακαδημαϊκές ικανότητες και το επίπεδο εκπαίδευσης που επιθυμεί κάθε άτομο – και οι ακαδημαϊκές επιδόσεις αποτελούν το θεμέλιο της επιλογής και ανάπτυξης σταδιοδρομίας.

Οι προοπτικές των επαγγελμάτων, οι αμοιβές και οι συνθήκες εργασίας
Οι επαγγελματικές προοπτικές, οι αμοιβές και οι συνθήκες εργασίας, ιδιαίτερα στην ανασφαλή εποχή μας, έχουν ιδιαίτερη σημασία για την επιλογή επαγγελμάτων, αν και αυτό διαφοροποιείται κατά περίπτωση. Ειδικοί παράμετροι που διαφοροποιούν τις επαγγελματικές επιλογές είναι επίσης το είδος, το περιεχόμενο, οι συνθήκες και οι αμοιβές εργασίας και το κύρος του κάθε επαγγέλματος.
Στην Ελλάδα, οι έρευνες για τις προοπτικές των επαγγελμάτων υπήρξαν περιορισμένες μέχρι πρόσφατα (Katsanevas & Livanos, 2011). Στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς διεξάγεται για περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια και ανανεώνεται συνεχώς, μια πρωτοπόρα για τα ελληνικά δεδομένα έρευνα, σχετικά με τις διαφαινόμενες τάσεις και προοπτικές των επαγγελμάτων για μια περίοδο 5 έως 10 ετών. (Κατσανέβας, 1992, 1997, 1998, 2000α, 2000β, 2001, 2002α, 2002β, 2003α, 2003β, 2004α, 2004β, 2006, 2007, 2007β, 2009). Κεντρικός πυλώνας της ανάλυσης της προαναφερθείσας έρευνας αποτελεί το λεγόμενο ισοζύγιο ζήτησης και προσφοράς επαγγελμάτων (balance of demand and supply of professions), με το οποίο προσδιορίζεται ποια επαγγέλματα έχουν μέλλον και ποια είναι κορεσμένα στη σημερινή αγορά εργασίας για τα επόμενα 5-10 χρόνια.
Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι ενώ υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με τους ατομικούς παράγοντες  που επιδρούν στην ανάπτυξη σταδιοδρομίας, οι οικονομικές πτυχές του ζητήματος δεν έχουν αναλυθεί στον ίδιο βαθμό. Παράγοντες όπως η προσφορά και ζήτηση εργασίας, η απασχόληση και ανεργία, τα συστήματα αμοιβών, δομικές αλλαγές, κλπ., αποτελούν εξίσου σημαντικούς παράγοντες διαμόρφωσης και ανάπτυξης καριέρας. Σε έκτακτες περιόδους, μάλιστα, οικονομικής κρίσης, όπως η σημερινή για τη χώρα μας, το ειδικό βάρος τέτοιων παραγόντων πολλαπλασιάζεται, καθώς επιδρούν καθοριστικά στα μοντέλα λήψης απόφασης επαγγελματικών και εκπαιδευτικών επιλογών και ανάπτυξης σταδιοδρομίας.
Απασχόληση και ανεργία
Η εξέλιξη των οικονομικών δεικτών μιας χώρας, η γενική οικονομική κατάσταση και ειδικότερα το μέγεθος της απασχόλησης και της ανεργίας αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες επίδρασης της επαγγελματικής επιλογής των ατόμων. Ειδικότερα στις σημερινές συνθήκες, όπου τα μεγέθη της εγχώριας, αλλά και διεθνούς ανεργίας, παρουσιάζουν πρωτοφανή αύξηση, η παροχή συμβουλευτικής στήριξης και προσανατολισμού θεωρείται βασική συνιστώσα για τη διαμόρφωση αποτελεσματικής εκπαιδευτικής-επαγγελματικής διαδρομής του κάθε ατόμου. Τα άτομα, εκτός από την ικανοποίηση των προσωπικών τους ενδιαφερόντων και κλίσεων, οφείλουν να λάβουν σοβαρά υπόψη τα κοινωνικο-οικονομικά οφέλη που προσφέρει κάθε εκπαιδευτική και επαγγελματική επιλογή. Συχνά, η κατεύθυνση των ατόμων προς συγκεκριμένες εκπαιδευτικές ή επαγγελματικές επιλογές χαρακτηρίζονται από «εξορθολογισμένο ρεαλισμό». (Παπάς, 2004). Η ετεροαπασχόληση φαίνεται να είναι η φυσική συνέπεια της αυξανόμενης ανασφάλειας για την επαγγελματική αποκατάσταση. (Πατινώτης, 2004).

Λαμβάνοντας υπόψη τους παραπάνω παράγοντες επιρροής ανάπτυξης σταδιοδρομίας επιλέξαμε τους κυριότερους από αυτούς, με σκοπό τη διερεύνηση συσχετίσεων και αλληλεπιδράσεων ανάμεσα τους, προκειμένου τα αποτελέσματα να συγκριθούν με τα συμπεράσματα της διεθνούς βιβλιογραφίας. Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία ενός μοντέλου λήψης επαγγελματικής απόφασης, το οποίο θα παρουσιαστεί σε επόμενο άρθρο.
Κατόπιν των ανωτέρω, επιλέξαμε τους κυριότερους και κατά το δυνατόν μετρήσιμους παράγοντες επίδρασης στην επιλογή επαγγέλματος και ανάπτυξης σταδιοδρομίας:
         i.            Η συμβατότητα της προσωπικότητας και κυρίως των ενδιαφερόντων, των προτιμήσεων, των κλίσεων, των ταλέντων με επαγγέλματα..
       ii.            Οι προοπτικές των επαγγελμάτων.
      iii.            Το οικογενειακό και οικονομικό περιβάλλον.
     iv.            Εκπαιδευτικά δεδομένα.
       v.            Αυτοεικόνα, θέληση και αποφασιστικότητα. 
     vi.            Οικονομική συγκυρία.
    vii.            Το φύλο.
  viii.            Η ηλικία. 
Οι κυριότεροι παράγοντες επιλογής επαγγέλματος, όπως περιγράφηκαν ανωτέρω, θα διερευνηθούν, με βάση τις υφιστάμενες θεωρίες, προκειμένου να αναδειχθεί η βαρύτητά τους και οι αλληλεπιδράσεις στη λήψη επαγγελματικής απόφασης και την ανάπτυξη καριέρας.

4.      Το ερωτηματολόγιο - Το Career Gate Test K.17 Plus – Οι προοπτικές των επαγγελμάτων – Η οικονομική συγκυρία

Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ανώνυμο ερωτηματολόγιο που σχεδιάστηκε από τους ερευνητές, με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία και αφορά: 1.Δημογραφικά στοιχεία 2.Οικογενειακά και οικονομικά δεδομένα 3.Σπουδές 4.Επαγγελματική διαδρομή.
Επιπλέον χρησιμοποιήθηκε το Career Gate Test K.17 Plus, καθώς τα αποτελέσματά του, παρέχουν σημαντικότατες πληροφορίες σχετικά με το βαθμό αυτοεικόνας και αποφασιστικότητας των συμμετεχόντων, με τους τύπους προσωπικότητας στις οποίες ανήκουν, κατά Holland, με την ταύτιση της προσωπικότητας με επαγγελματικές ομάδες.
Επίσης, οι προοπτικές των επαγγελμάτων στην αγορά εργασίας αποτελούν πρωταρχική παράμετρο για τον κλάδο ανάπτυξης σταδιοδρομίας. Στην παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκαν οι προοπτικές των επαγγελμάτων, όπως έχουν δημοσιευτεί σε πολυάριθμες μελέτες του καθηγητή Θ.Κατσανέβα και της επιστημονικής του ομάδας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς (1992, 1997, 1998, 2000α, 2000β, 2001, 2002α, 2002β, 2003α, 2003β, 2004α, 2004β, 2006, 2007, 2007β, 2009; Katsanevas & Livanos, 2011).
Ως αντιπροσωπευτικότερος δείκτης της οικονομικής συγκυρίας, διαχρονικά, επιλέχθηκε το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), το σύνολο, δηλαδή, όλων των προϊόντων και αγαθών που παράγει μια οικονομία.

5.      Ερευνητικό δείγμα και μεθοδολογία – Δημογραφικά στοιχεία – Οικογενειακά & Οικονομικά δεδομένα - Επάγγελμα

Το ερωτηματολόγιο, καθώς και το τεστ επαγγελματικού προσανατολισμού Career Gate Test K.17 Plus (CGT K.17), χορηγήθηκε σε 400 άτομα, προκειμένου να συμμετάσχουν στην έρευνα. Επιλέχθηκε η απλή τυχαία δειγματοληψία. Στόχος αποτελούσε η όσο το δυνατόν ευρύτερη κάλυψη όλων των ηλικιακών ομάδων, των επαγγελματικών κλάδων, των διαφόρων επιπέδων σπουδών, οικογενειακής κατάστασης, κοινωνικοοικονομικής θέσης, καθώς και γεωγραφικής κατανομής του δείγματος. Τελικώς το δείγμα που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα αποτελείται από 304 άτομα. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS (ver. 19) (IBM, 2010), και η εξαγωγή συμπερασμάτων στηρίζεται σε επίπεδο σημαντικότητας 5%.
Σε σύνολο Ν = 304 ατόμων, οι 146 είναι άντρες και οι 158 γυναίκες και αντιστοιχούν σε ποσοστά 48% και 52% αντίστοιχα. Ποσοστιαία, δεν υπερτερεί το ένα φύλο έναντι του άλλου (χ2= 0.474, df = 1, p = 0.491) στη συμμετοχή της έρευνας. Οι ηλικίες κατανέμονται κανονικά (Kolmogorov-Smirnov test, Ζ = 1.311, p = 0.064)  και κυμαίνονται από 18 έως 58 ετών, με μέση τιμή 33.7 και τυπική απόκλιση 8.375. Στους παρακάτω πίνακες (1-4) παρουσιάζουμε τα ποσοστά επαγγελματικών ομάδων γονέων, τα ποσοστά οικογενειακού εισοδήματος, το επίπεδο σπουδών και τις σχολικές επιδόσεις.

Πίνακας 1. Ποσοστά επαγγελματικών ομάδων γονέων
Επάγγελμα
Πατέρας 
Μητέρα
Αγροτικός Τομέας
8.2%
5.60%
Κατασκευές, Μεταποίηση, κλπ.
28.00%
3.90%
Χημεία, Ενέργεια, Τρόφιμα
1.60%
0.70%
Η/Υ, Τηλεπικοινωνίες
0.70%
0.30%
Οικονομία, Τράπεζες, Διοίκηση
21.40%
24.30%
Εμπόριο, Δημόσιες Σχέσεις
9.20%
6.60%
Νομικά επαγγέλματα
1.00%
0.70%
Μεταφορές, Ναυτιλία
12.50%
1.00%
Τουρισμός
2.30%
3.00%
Αθλητισμός
1.30%
0.30%
ΜΜΕ
1.00%
0.30%
Καλές, Εφαρμοσμένες, Γραφικές Τέχνες
2.30%
1.30%
Υγεία, Πρόνοια
2.60%
4.90%
Εκπαίδευση, Θεωρητικές επιστήμες
2.60%
4.90%
Θετικές Επιστήμες (Μαθηματικά, Φυσική)
0.70%
0.30%
Στρατιωτικά και Αστυνομικά Επαγγέλματα
4.30%
0.70%
Εκκλησιαστικά
0%
0%
Οικιακά
0%
41.10%

Πίνακας 2. Οικογενειακό Εισόδημα

Ποσοστό
Αθροιστικό Ποσοστό
Χαμηλό
9.5%
9.5%
Επαρκές
49.7%
59.2%
Πολύ Ικανοποιητικό
40.8%
100%


Πίνακας 3. Επίπεδο σπουδών
Επίπεδο Σπουδών
Άνδρες
Γυναίκες
Άνδρες & Γυναίκες
Έως Δευτεροβάθμια
70.7%
29.3%
13.5%
Μεταλυκειακή – Τεχνολογική
53.5%
46.5%
33.2%
Ανώτατη
38.9%
61.1%
53.3%

Πίνακας 4. Σχολικές επιδόσεις κατά την τελευταία σχολική τάξη
Σχολικές Επιδόσεις
Άνδρες
Γυναίκες
Άνδρες & Γυναίκες
1-9
       4.1%
0%
2%
10-14
32.9%
13.9%
23%
15-17
37.7%
36.7%
37.2%
18-20
25.3%
49.4%
37.8%

Στο σχήμα 2. παρουσιάζεται η ποσοστιαία διάρθρωση του δείγματος ανά επαγγελματική ομάδα και φύλο. Τα παρατηρούμενα ποσοστά ανά φύλο και επαγγελματική ομάδα συνάδουν γενικότερα με τις επικρατούσες στερεοτυπικές ή μη αντιλήψεις περί αντρικών και γυναικείων επαγγελμάτων.

Σχήμα 2. Ποσοστιαία διάρθρωση του δείγματος
ανά επαγγελματική ομάδα και φύλο

6.      Συνάφειες – Αλληλεπιδράσεις
Συνάφεια μεταξύ επαγγέλματος γονέων - τέκνου
Ως παράγοντες που πιθανόν να επιδρούν στην παραπάνω συνάφεια ή μη επαγγέλματος με αυτό των γονέων εξετάσαμε:
1.      την αποφασιστικότητα (χ2= 5.098, df = 4, p = 0.277),
2.      το φύλο (χ2= 0.223, df = 2, p = 0.895),
3.      τη σχολική επίδοση τελευταίας τάξης σχολείου (χ2= 9.744, df = 6, p = 0.136), 
4.      το εισόδημα της οικογένειας (χ2= 21.006, df = 4, p < 0.001), και
5.      το επίπεδο σπουδών (χ2= 7.514, df = 4, p = 0.111).
Ο μόνος παράγοντας που στατιστικά επιδρά είναι το εισόδημα της οικογένειας και η περαιτέρω διερεύνηση του έδειξε θετική συσχέτιση (Kendall’s τb = 0.206,  p<0.001), δηλαδή όσο καλύτερο το εισόδημα της οικογένειας, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα αμφότεροι γονείς και παιδί να έχουν συναφές επάγγελμα.


Βαθμός ικανοποίησης από το παρόν επάγγελμα
Κατά πλειοψηφία, οι συμμετέχοντες στην έρευνα, δηλώνουν πολύ έως πάρα πολύ ικανοποιημένοι από το τωρινό τους επάγγελμα και στατιστικά υπερτερούν έναντι άλλου βαθμού ικανοποίησης (πίνακας 5), (χ2= 157.438,  df = 4, p = 0.001).
Επίσης παρατηρήσαμε ότι ο βαθμός ικανοποίησης από το επάγγελμα δεν εξαρτάται από το φύλο (πίνακας 5), (χ2= 2.158, df = 1, p = 0.707).

Πίνακας 5. Βαθμός ικανοποίησης από το παρόν επάγγελμα
Βαθμός ικανοποίησης
επαγγέλματος
Άνδρες
Γυναίκες
Σύνολο
Καθόλου
0.7%
1.5%
2.2%
Ελάχιστα
5.2%
5.2%
10.5%
Μέτρια
11.2%
11.2%
22.5%
Πολύ
21%
26.6%
47.6%
Πάρα Πολύ
9.4%
7.9%
17.2%
Σύνολο
47.6%
52.4%
100%
Αντιθέτως, ο βαθμός ικανοποίησης εξαρτάται από το επίπεδο σπουδών (parametric One Way Anova, πίνακας 6).

Πίνακας 6. Εξάρτηση βαθμού ικανοποίησης από επίπεδο σπουδών


Sum of Squares
Df
Mean
Square
F
p
Between Groups
3.996
2
1.998
4.037
.019
Within Groups
130.641
264
.495


Total
134.637
266



Η ορθότητα του συμπεράσματος ενισχύεται από την αποδοχή ομοσκεδαστικότητας (ισότητα διασπορών, Levene’s F = 1.322, p = 0.268).

Σχήμα 3. Εξάρτηση βαθμού ικανοποίησης από το επίπεδο σπουδών
Εφαρμόζοντας πολλαπλές συγκρίσεις με μέθοδο Least Significant Differences (LSD) παρατηρούμε ότι ο μέσος βαθμός ικανοποίησης αυξάνεται σημαντικά (σχήμα 7.4, p = 0.006, **) από επίπεδο “ Μέχρι Λύκειο “ (1.24 ± 0.73, Ν=41/267) στο επίπεδο ΙΕΚ-ΤΕΙ (1.62 ± 0.65, N=86) και επίσης σημαντικά (p = 0.017 *) στο επίπεδο ΑΕΙ – Μεταπτυχιακές σπουδές (ΑΕΙ+), (1.54 ± 0.72). Από το επίπεδο ΙΕΚ-ΤΕΙ ο μέσος βαθμός ικανοποίησης μειώνεται αλλά αυτό το εύρημα δεν αποτελεί σημαντικό αποτέλεσμα (p = 0.447).  

Βαθμός ικανοποίησης ατόμων που ασκούν επάγγελμα που τους ταιριάζει ή όχι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του CGT
Σε σύνολο 267 ατόμων που εργάζονται ή έχουν εργαστεί, τα 222 ασκούν επάγγελμα που ταιριάζει με την προσωπικότητα, τις κλίσεις και τις προτιμήσεις τους, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του CGT. Τα αποτελέσματα του τεστ έδειξαν ότι το επάγγελμα των υπολοίπων 45 δε συνάδει με την προσωπικότητά τους. Συγκρίνοντας το βαθμό ικανοποίησης των δύο ομάδων συμπεραίνουμε ότι η πλειοψηφία των ατόμων (71.2%), που ασκούν επάγγελμα που ταιριάζει στην προσωπικότητά τους, εμφανίζουν υψηλό βαθμό ικανοποίησης, ενώ μόνο το 21.2% δηλώνει μέτρια ικανοποιημένο και μόλις το 7.7% δηλώνει καθόλου ή ελάχιστα ικανοποιημένο. Αντίθετα, η πλειοψηφία των ατόμων (66.7%) που ασκούν επάγγελμα που δεν ταιριάζει με την προσωπικότητά τους, σύμφωνα με το CGT, δηλώνουν καθόλου, ελάχιστα ή μέτρια ικανοποιημένοι (διάμεσος τιμή: μέτρια ικανοποίηση). Τα παραπάνω αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την υπόθεση, ότι ένα άτομο πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγει, την επιλογή επαγγέλματος ή επαγγελμάτων που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την προσωπικότητα και τα ενδιαφέροντα του, καθώς το πιθανότερο είναι ότι θα βιώσουν χαμηλό βαθμό ικανοποίησης από το επάγγελμά τους, γεγονός που δύναται να τους οδηγήσει σε επαγγελματικά, αλλά και προσωπικά αδιέξοδα.


Τρόπος εύρεσης εργασίας
Σε ποσοστό 41.6% (111/267) οι προσωπικές σχέσεις συνετέλεσαν στην εύρεση εργασίας, ποσοστό 31.5% (84) ανέλαβαν εργασία μέσω βιογραφικού ή αγγελιών, 15.7% (42) μέσω διαγωνισμού ΑΣΕΠ, και 11.2% (30) απασχολήθηκαν στην οικογενειακή επιχείρηση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό αναζήτησε εργασία μέσω προσωπικών γνωριμιών, όπου αποτελεί και καθιερωμένο μέσο αναζήτησης εργασίας στην Ελλάδα. Ο τρόπος αυτός αναζήτησης εργασίας υποκρύπτει διαρθρωτικές στρεβλώσεις και αδυναμίες που επικρατούν τις τελευταίες δεκαετίες και μέχρι σήμερα στην ελληνική αγορά εργασίας, με ελλείψεις στην πληροφόρηση, στην ενημέρωση, αλλά και ανισομερή και αναξιοκρατική πρόσβαση στην εργασία.

Τρόπος αναζήτησης εργασίας και συνάφεια επαγγέλματος γονιών-τέκνου
Παρακάτω (πίνακας 7) εξετάζουμε εάν ο τρόπος αναζήτησης εργασίας επηρεάζεται από τη συνάφεια επαγγέλματος γονιών-τέκνου.

Πίνακας 7. Συσχέτιση τρόπου αναζήτησης εργασίας
και συνάφεια επαγγέλματος γονιών-τέκνου

Βιογραφικό-Αγγελίες-ΑΣΕΠ
Προσωπικές Γνωριμίες
Οικογενειακή επιχείρηση
 Κανείς
54%
42%
4%
 Ένας
27.3%
50%
22.7%
Αμφότεροι
26%
21.7%
52.2%

Συμπεραίνουμε ότι ο τρόπος αναζήτησης εργασίας επηρεάζεται από την συνάφεια επαγγέλματος γονιών-τέκνου (Pearson, χ2 = 59.568, df = 4, p<0.001). Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που κανένας από τους δύο γονείς του δεν ασκεί το ίδιο επάγγελμα με αυτούς αναζήτησε εργασία μέσω βιογραφικού-αγγελιών-διαγωνισμών (54%). Επίσης, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που και οι δύο γονείς τους ασκούν το ίδιο επάγγελμα (52.2%) αναζήτησε εργασία στην οικογενειακή επιχείρηση.

Οικογενειακό εισόδημα και αναζήτηση εργασίας
Πίνακας 8. Οικογενειακό εισόδημα και τρόπος αναζήτησης εργασίας

Βιογραφικό Αγγελίες ΑΣΕΠ
Προσωπικές γνωριμίες
Οικογενειακή επιχείρηση
 Χαμηλό
53.8%
42.3%
3.8%
 Επαρκές
46.5%
48.1%
5.4%
Ικανοποιητικό
46.4%
33.9%
19.6%

Η ανάλυση των στοιχείων της έρευνας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το οικογενειακό εισόδημα επηρεάζει τον τρόπο αναζήτησης εργασίας (Pearson, χ2=15.338, df=4, p=0.004). Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο ποσοστό (53.8%) αυτών που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα αναζήτησαν εργασία μέσω βιογραφικού-αγγελιών-διαγωνισμών, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό ατόμων (42.3%) με χαμηλό εισόδημα προσέφυγαν στις προσωπικές γνωριμίες για εύρεση εργασίας. Τα άτομα με επαρκές εισόδημα αναζήτησαν εργασία μέσω βιογραφικού-αγγελιών-διαγωνισμών ή μέσω προσωπικών γνωριμιών και σχεδόν ισοκατανέμονται (46.5% και 48.1% αντίστοιχα). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι υψηλό ποσοστό (46.4%) ατόμων με ικανοποιητικό ή πολύ ικανοποιητικό οικογενειακό εισόδημα κατέφυγαν στην αναζήτηση εργασίας με βιογραφικό-αγγελίες-διαγωνισμούς. Επίσης, αυξάνεται κατά πολύ το ποσοστό αυτών που προέρχονται από οικογένειες με υψηλά εισοδήματα και ανέλαβαν εργασία σε οικογενειακή επιχείρηση (19.6%), σε σχέση με τα άτομα χαμηλού και επαρκούς εισοδήματος (3.8% και 5.4% αντίστοιχα).

Συνάφεια οικογενειακού εισοδήματος με επίπεδο σπουδών - σχολικές επιδόσεις –ανεργία και ταύτιση επαγγέλματος με προσωπικότητα
Στη μελέτη οικογενειακού εισοδήματος (παράγοντας) και επιπέδου σπουδών (αποτέλεσμα) παρατηρήσαμε ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των δύο αυτών μεταβλητών (χ2=12.845, df=4, p=0.012).  Η συσχέτιση αυτή είναι θετική (Kendall, τβ=0.139, p=0.009; Spearman, r=0.151, p=0.008) δηλαδή για μεγαλύτερο οικογενειακό εισόδημα έχουμε καλύτερο επίπεδο σπουδών. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και μεταξύ οικογενειακού εισοδήματος και επίδοσης στην τελευταία σχολική τάξη (χ2= 16.123, df = 6, p= 0.013). Εντούτοις, δεν μπορεί να προσδιορισθεί σημαντική συσχέτιση η οποία θα υποδηλώνει κλίση ή εξέλιξη της επίδοσης σε σχέση με το οικογενειακό εισόδημα (Kendall, τβ=0.055, p=0.298; Spearman, r=0.061, p=0.296).
Το οικογενειακό εισόδημα ως παράγοντας ευθύνεται για τους μήνες ανεργίας σύμφωνα με την μονο-παραγοντική ανάλυση διασποράς (πίνακας 9). Τα επίπεδα του παράγοντα οικογενειακό εισόδημα χαρακτηρίζονται από ετεροσκεδαστικότητα σύμφωνα με τον έλεγχο του Levene (F = 7.963, p < 0.001) και διενεργούμε πολλαπλές συγκρίσεις με την μέθοδο του Dunnett (T3). Τα αποτελέσματα των συγκρίσεων έδειξαν ότι η μείωση στους μήνες ανεργίας από το επίπεδο “χαμηλό” οικογενειακό εισόδημα (N=26, 16.85 ± 12.632) στο επίπεδο “επαρκούς” (N = 129, 14.15 ± 10.135) δεν είναι στατιστικά σημαντική (p = 0.668). Αντιθέτως, η μείωση μηνών ανεργίας από το επίπεδο “χαμηλό” στο επίπεδο “ικανοποιητικό ή πολύ ικανοποιητικό” (N = 112, 9.27 ± 9.75) είναι σημαντική (p = 0.019) όπως επίσης και η μείωση από το επίπεδο “επαρκούς” στο επίπεδο “ικανοποιητικό ή πολύ ικανοποιητικό” είναι στατιστικά σημαντική (p = 0.02) (σχήμα 4).

Πίνακας 9. Οικογενειακό εισόδημα ως παράγοντας επιρροής
χρόνου ανεργίας


Sum of Squares
Df
Mean
Square
F
P
Between Groups
2006.210
2
1003.105
11.376
.000
Within Groups
23279.550
264
88.180


Total
25285.760
266




Σχήμα 4. Επίδραση οικογενειακού εισοδήματος στο χρόνο ανεργίας
Τέλος, το οικογενειακό εισόδημα δεν επηρεάζει τη συνάφεια προσωπικότητας-κλίσεων-προτιμήσεων με το επάγγελμα που ασκούν οι συμμετέχοντες (Pearson, χ2=2.374, df = 2, p = 0.305). 
Τα παραπάνω συμπεράσματα επιβεβαιώνουν αποτελέσματα ερευνών που εξετάζουν την επίδραση της κοινωνικοοικονομικής θέσης στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές. Για παράδειγμα, υπάρχουν αξιοσημείωτα στοιχεία για το γεγονός ότι γονείς υψηλότερης κοινωνικοοικονομικής θέσης είναι πιθανότερο να αναμένουν και να ενθαρρύνουν τα τέκνα τους να προχωρήσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και αυτές οι προσδοκίες επηρεάζουν με τη σειρά τους τις ακαδημαϊκές επιδόσεις και άλλες σχετικές μεταβλητές (Dillman, 1989; Owens, 1992; Spenner & Featherman, 1978). Επιπρόσθετα, γονείς μεσαίου και ανωτέρου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου είναι πιθανόν να παρέχουν πρότυπα επαγγελμάτων υψηλού κύρους, όπως και ανάλογες δραστηριότητες και εκπαιδευτικές εμπειρίες, οι οποίες δεν είναι διαθέσιμες σε άτομα λιγότερο προνομιούχα (Mitchell & Krumboltz, 1990).
Αυτοεικόνα
Στη μελέτη της αυτοεικόνας ως αποτέλεσμα παραγόντων όπως το φύλο, το επίπεδο σπουδών, η σχολική επίδοση τελευταίας τάξης, η συνάφεια επαγγέλματος και σπουδών, η ικανοποίηση εργασίας παρατηρήσαμε ότι:
·        δε διαφέρει μεταξύ των δύο φύλων (N = 304, χ2= 1.614, df = 2, p = 0.446),
·        δεν εξαρτάται από το επίπεδο σπουδών (Ν= 304, χ2= 6.116, df = 4, p = 0.191),
·        επηρεάζεται θετικά από την σχολική επίδοση (Ν = 304, χ2= 14.329, df = 6, p=0.026, Kendal, τβ = 0.168, p = 0.001; Spearman, r = 0.184, p = 0.001),
·        Συσχετίζεται θετικά με την αποφασιστικότητα (Kendal, τβ = 0.172, p = 0.001; Spearman, r = 0.191, p = 0.001).
·        Επιδρά καταλυτικά (αρνητικά) στους μήνες ανεργίας. Το συμπέρασμα εξήχθη με μονο-παραγοντική ανάλυση διασποράς (πίνακας 10) και διεξαγάγαμε πολλαπλές συγκρίσεις με τη μέθοδο του LSD λόγω ομοσκεδαστικότητας στα επίπεδα του παράγοντα αποφασιστικότητα (Levene, F = 1.783, p = 0.170). Η μείωση μηνών ανεργίας (σχήμα 5) δεν είναι σημαντική (p = 0.763) από το επίπεδο “χαμηλή” (N = 26, 13.85 ± 9.473) στο επίπεδο “μέτρια” (N = 173, 13.25 ± 10.055), αλλά σημαντική (p = 0.048) στο επίπεδο “υψηλή” (N = 67, 9.48 ± 8.536). Επίσης είναι σημαντική η μείωση από το επίπεδο “μέτρια” στο επίπεδο “υψηλή” (p = 0.007).

Πίνακας 10. Αυτοεικόνα ως παράγοντας επιρροής χρόνου ανεργίας


Sum of Squares
df
Mean
Square
F
P
Between Groups
753.324
2
376.662
4.053
.018
Within Groups
24532.436
264
92.926


Total
25285.76
266



Σχήμα 5. Επίδραση αυτοεικόνας στο χρόνο ανεργίας

Αποφασιστικότητα
Διενεργήσαμε τους ίδιους ελέγχους όπως και με την αυτοεικόνα και παρατηρήσαμε ότι η αποφασιστικότητα ως αποτέλεσμα είναι:
·        Ανεξάρτητη από το φύλο (Ν = 287, χ2= 1.386, df = 2, p = 0.5),
·        Ανεξάρτητη από το επίπεδο σπουδών (Ν = 287, χ2= 4.738, df = 4, p = 0.315),
·        Επηρεάζεται θετικά από την σχολική επίδοση τελευταίας τάξης (Ν = 287, χ2=17.586, df = 6, p = 0.007; Kendal, r = 0.194, p < 0.001; Spearman, r=0.213, p< 0.001)).
·        Επιδρά καταλυτικά (αρνητικά) στους μήνες ανεργίας. Το συμπέρασμα εξήχθη με μονο-παραγοντική ανάλυση διασποράς (πίνακας 11) και διεξαγάγαμε πολλαπλές συγκρίσεις με τη μέθοδο του Dunnett (T3) λόγω ετεροσκεδαστικότητας στα επίπεδα του παράγοντα αποφασιστικότητα (Levene, F = 10.931, p < 0.001). Η μείωση μηνών ανεργίας δεν είναι σημαντική (p = 0.794) από το επίπεδο “καθόλου αποφασιστικός” (N=22, 16.86 ± 11.247) στο επίπεδο “μέτρια αποφασιστικός” (N = 156, 14.78 ± 9.719), αλλά σημαντική (p = 0.002) στο επίπεδο “πολύ αποφασιστικός” (N = 89, 7.01 ± 6.81). Επίσης είναι σημαντική η μείωση από το επίπεδο “μέτρια αποφασιστικός” στο επίπεδο “πολύ αποφασιστικός” (p = 0.002).

Πίνακας 11. Αποφασιστικότητα ως παράγοντας επιρροής χρόνου ανεργίας


Sum of Squares
df
Mean
Square
F
p
Between Groups
3907.591
2
1953.795
24.128
.000
Within Groups
21378.169
264
80.978


Total
25285.760
266



Σχήμα 6. Επίδραση αποφασιστικότητας στο χρόνο ανεργίας

Ακόμη ένας ενδιαφέρον θεωρητικός κρίκος που συνδέει το άτομο και τις επαγγελματικές αντιλήψεις είναι η αυτοεικόνα, η αυτοεκτίμηση και η αποφασιστικότητα. Ο Korman (1966) άρχισε μια σειρά ερευνών σχετικά με το ρόλο της αυτοεικόνας στις επαγγελματικές επιλογές και στην ανάπτυξη σταδιοδρομίας. Σε μια από αυτές κατέδειξε ότι άτομα με υψηλά επίπεδα αυτοεικόνας έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να πραγματοποιήσουν τις επαγγελματικές τους επιλογές από ότι τα άτομα με χαμηλή αυτοεικόνα.

7. Συμπεράσματα
Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει ότι το οικογενειακό περιβάλλον και εισόδημα επιδρά θετικά στην πιθανότητα γονείς και παιδιά να ασκούν συναφές επάγγελμα. Έτσι προέκυψε ότι όσο μεγαλύτερο το εισόδημα της οικογένειας, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα γονείς και παιδί να απασχολούνται στο ίδιο ή συναφές επάγγελμα. Σύμφωνα με τους Osipow & Fitzgerald (1996) συνεχίζει να υφίσταται η έννοια της επαγγελματικής κληροδότησης, της τάσης, δηλαδή, των παιδιών να ακολουθούν το επάγγελμα των γονιών. Επιπλέον, οι Slaney & Brown (1983), κατέδειξαν ότι μαθητές υψηλότερου κοινωνικοοικονομικού στάτους τείνουν να είναι περισσότερο αναποφάσιστοι και να επιλέγουν καριέρες λιγότερο συμβατές με τα εκτιμημένα (μέσω ερωτηματολογίων) ενδιαφέροντά τους, γεγονός που ενισχύει το εύρημα ότι υψηλότερη κοινωνικοοικονομική θέση, μπορεί να οδηγήσει τα παιδιά στην ανάληψη του επαγγέλματος των γονιών, ανεξάρτητα αν συνάδει με τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις τους.
Κατά πλειοψηφία (64.8%), οι συμμετέχοντες στην έρευνα, δηλώνουν πολύ έως πάρα πολύ ικανοποιημένοι από το τωρινό τους επάγγελμα, ενώ παρατηρήθηκε ότι ο βαθμός ικανοποίησης δεν εξαρτάται από το φύλο.  Αντιθέτως, βρέθηκε ότι ο βαθμός ικανοποίησης εξαρτάται από το επίπεδο σπουδών. Συγκρίνοντας το βαθμό ικανοποίησης των ατόμων, τα οποία ασκούν επάγγελμα που ταιριάζει με την προσωπικότητά τους (σύμφωνα με τα αποτελέσματα του CGT), με αυτών οι οποίοι ασκούν επάγγελμα που δε συνάδει με την προσωπικότητά τους, τις κλίσεις και τις προτιμήσεις τους συμπεραίνουμε τα εξής: Η πλειοψηφία των ατόμων που ασκούν επάγγελμα συμβατό με την προσωπικότητά τους εμφανίζει υψηλό βαθμό ικανοποίησης, σε αντίθεση με τα άτομα που ασκούν επάγγελμα που δε συνάδει με την προσωπικότητά τους, τα οποία στην πλειοψηφία τους δηλώνουν από καθόλου έως μέτρια ικανοποίηση. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν οι πολυάριθμες μελέτες του Holland (1959, 1973,1985, 1997), ο οποίος υποστηρίζει ότι η επαγγελματική επιτυχία και ικανοποίηση είναι άμεση απόρροια της εκλογής επαγγέλματος που να συνάδει με την προσωπικότητα του κάθε ατόμου. Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνουν την αρχική μας υπόθεση ότι τα άτομα πρέπει να αποφεύγουν την επιλογή επαγγελμάτων που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την προσωπικότητα και τα ενδιαφέροντά τους, ώστε να αντλούν ικανοποίηση από την εργασία τους και να μην οδηγηθούν σε επαγγελματικές αποτυχίες και προσωπικά αδιέξοδα.
Ο τρόπος αναζήτησης εργασίας φαίνεται ότι επηρεάζεται από τη συνάφεια επαγγέλματος γονέων-τέκνου. Η πλειοψηφία των ατόμων που δεν ασκούν συναφές επάγγελμα με κανέναν από τους δύο γονείς, αναζήτησε εργασία μέσω βιογραφικού-αγγελιών-διαγωνισμών. Επίσης, η πλειοψηφία των ατόμων που και οι δύο γονείς τους ασκούν το ίδιο με αυτούς επάγγελμα αναζήτησε εργασία στην οικογενειακή επιχείρηση. Επιπλέον, η επεξεργασία των στοιχείων της έρευνας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το οικογενειακό εισόδημα επηρεάζει τον τρόπο αναζήτησης εργασίας. Η πλειοψηφία των ατόμων που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα αναζήτησαν εργασία μέσω βιογραφικού-αγγελιών-διαγωνισμών, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό ατόμων με χαμηλό εισόδημα προσέφυγε στις προσωπικές γνωριμίες για εύρεση εργασίας. Τα άτομα με επαρκές εισόδημα που αναζήτησαν εργασία μέσω βιογραφικού και μέσω προσωπικών γνωριμιών σχεδόν ισοκατανέμονται. Ένα αξιοπρόσεκτο ποσοστό ατόμων με ικανοποιητικό και άνω εισόδημα αναζήτησαν εργασία μέσω βιογραφικού-αγγελιών-διαγωνισμών. Επιπλέον, το ποσοστό των ατόμων που προέρχονται από οικογένειες με υψηλό εισόδημα και ανέλαβαν εργασία στην οικογενειακή επιχείρηση είναι κατά πολύ μεγαλύτερο συγκρινόμενο με τα άτομα χαμηλού ή επαρκούς εισοδήματος. Τα αποτελέσματα αυτά αντανακλούν εύγλωττα τις στρεβλώσεις και αδυναμίες που επικρατούν τα τελευταία χρόνια στην ελληνική αγορά εργασίας. Οι ελλείψεις στην ενημέρωση και την πληροφόρηση σχετικά με τις διαθέσιμες θέσεις απασχόλησης, η αναντιστοιχία προσόντων και απασχόλησης, η αναξιοκρατία και ο σχεδόν καθιερωμένος ρόλος των προσωπικών γνωριμιών δημιούργησε σοβαρές διαρθρωτικές αγκυλώσεις στην αγορά εργασίας και δυσχέρειες στην προσπάθεια των νέων να εισέλθουν στην αγορά.
Στη μελέτη οικογενειακού εισοδήματος και επιπέδου σπουδών παρατηρήσαμε ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των δύο αυτών μεταβλητών. Η συσχέτιση αυτή είναι θετική, δηλαδή για μεγαλύτερο οικογενειακό εισόδημα έχουμε καλύτερο επίπεδο σπουδών.  Η θετική αυτή συσχέτιση επιβεβαιώνεται και από ευρήματα ερευνών που σημειώνουν θετικές συσχετίσεις μεταξύ κοινωνικοοικονομικής θέσης και  επαγγελματικών προσδοκιών (Furlong & Cartmel, 1995; Holmes & Esses, 1988; Rojewski & Yang, 1997; Wahl & Blackhurst, 2000). Άτομα που προέρχονται από υψηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα φιλοδοξούν, προσδοκούν και επιτυγχάνουν υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και επαγγέλματα μεγαλύτερου κύρους, σε σχέση με άτομα που προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και μεταξύ οικογενειακού εισοδήματος και επίδοσης στην τελευταία σχολική τάξη. Εντούτοις, δεν μπορεί να προσδιορισθεί σημαντική συσχέτιση η οποία θα υποδηλώνει κλίση ή εξέλιξη της επίδοσης σε σχέση με το οικογενειακό εισόδημα.
Σύμφωνα με έρευνες των Schoon & Parsons (2002), οι επιλογές και τα επαγγελματικά επιτεύγματα των νέων επηρεάζονται από το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της οικογένειας. Επεξηγούν όμως τη συσχέτιση αυτή, ως αποτέλεσμα των εκπαιδευτικών και επαγγελματικών προσδοκιών κατά τα σχολικά χρόνια. Σημειώνουν ότι παιδιά από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα είχαν χαμηλότερες σχολικές επιδόσεις και χαμηλότερες εκπαιδευτικές φιλοδοξίες, από ότι παιδιά που προέρχονταν από υψηλότερη κοινωνικοοικονομική θέση. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Friesen (1986), το κοινωνικοοικονομικό στάτους επηρεάζει τα επαγγελματικά επιτεύγματα, μέσω της μεγαλύτερης πρόσβασης που παρέχει σε εξειδικευμένες εκπαιδευτικές εμπειρίες, λόγω της ευχέρειας μεγαλύτερης χρηματοδότησης.
Πολλές έρευνες υποδεικνύουν ότι το κοινωνικοοικονομικό στάτους, είναι σημαντικός παράγοντας επιρροής της επαγγελματικής ψυχολογίας. Οι ερευνητές έχουν παρουσιάσει αξιοσημείωτα στοιχεία που στηρίζουν την άποψη αυτή. Το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο βρέθηκε να επηρεάζει τόσο τις εκπαιδευτικές όσο και τις επαγγελματικές φιλοδοξίες (Lipsett, 1962; Holmes & Essess, 1988; Sewell & Shaw, 1968 και πολλοί άλλοι), τις επαγγελματικές αξίες (Krau, 1989; Mannheim, 1993), την επαγγελματική ωριμότητα (McNair & Brown, 1983), την επαγγελματική ικανοποίηση (Arvey et al., 1989; Kallenberg & Griffin, 1978), την επαγγελματική επιλογή και μια σειρά άλλων παραμέτρων. Συνήθως, τα ευρήματα δείχνουν θετικές συσχετίσεις. Έτσι, υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο τείνει να σημαίνει περισσότερη εκπαίδευση και εργασίες υψηλότερου κύρους, υψηλότερη επαγγελματική ωριμότητα, υψηλότερη επαγγελματική ικανοποίηση, κλπ.
Το οικογενειακό εισόδημα ως παράγοντας ευθύνεται για τους μήνες ανεργίας σύμφωνα με την μονο-παραγοντική ανάλυση διασποράς. Η προνομιακή θέση των ατόμων με υψηλό κοινωνικοοικονομικό στάτους, σαφώς επηρεάζει θετικά και τη μετέπειτα πρόσβασή και παραμονή τους σε επαγγέλματα είτε υψηλής εξειδίκευσης και άρα υψηλών προοπτικών στην αγορά εργασίας, είτε στις οικογενειακές επιχειρήσεις, μειώνοντας επίσης την πιθανότητα ανεργίας.
Η μελέτη επίδρασης παραγόντων σε σχέση με την αυτοεικόνα κατέδειξε ότι ο βαθμός αυτοεικόνας δε διαφέρει μεταξύ των δύο φύλων και δεν εξαρτάται από το επίπεδο σπουδών. Αντιθέτως, η αυτοεικόνα επηρεάζεται θετικά από τις σχολικές επιδόσεις, δηλαδή όσο καλύτερες είναι οι σχολικές επιδόσεις τόσο αυξάνεται ο βαθμός της αυτοεικόνας. Ο Ryan (1969) δημοσίευσε μια έρευνα στην οποία εφαρμόστηκαν ενισχυτικές μέθοδοι σε μια προσπάθεια βελτίωσης της αυτοεικόνας που θα είχε ως παρεπόμενο τη βελτίωση της λήψης απόφασης σταδιοδρομίας. Τα αποτελέσματα διαφόρων διαδικασιών που εφαρμόστηκαν σε 333 μειονεκτούντες μαθητές έδειξαν ότι η ομάδα όπου μετά την ενισχυτική θεραπεία παρουσίασε μεγαλύτερες επιδόσεις ως προς την αυτοεκτίμησή της, παρουσίασε και υψηλότερες επιδόσεις σε σχέση με την εκπαιδευτική και επαγγελματική συμπεριφορά της.
Επίσης, αυξημένος βαθμός αυτοεικόνας υποδηλώνει και αυξημένο βαθμό αποφασιστικότητας. Σύμφωνα με μελέτη των Resnick, Fauble, & Osipow (1970) μαθητές που χαρακτηρίζονταν από υψηλότερο βαθμό αυτοεικόνας και αυτοεκτίμησης παρουσίαζαν μεγαλύτερη βεβαιότητα σε σχέση με τα μελλοντικά τους σχέδια, από ότι οι μαθητές με χαμηλό βαθμό αυτοεικόνας. Από την ανάλυση των ευρημάτων προκύπτει ότι η αυτοεικόνα επιδρά αρνητικά στους μήνες ανεργίας.
Τα αποτελέσματα των ελέγχων για τον παράγοντα αποφασιστικότητα έδειξαν ότι όπως και η αυτοεικόνα δεν εξαρτάται από το φύλο και δε συσχετίζεται με το επίπεδο σπουδών. Αντιθέτως, επηρεάζεται θετικά από τις σχολικές επιδόσεις, όσο δηλαδή αυξάνεται ο βαθμός των σχολικών επιδόσεων, τόσο αυξάνεται ο βαθμός αποφασιστικότητας. Τέλος, επιδρά αρνητικά στους μήνες ανεργίας.
Στο πλαίσιο της ολιστικής προσέγγισης του κλάδου συμβουλευτικής σταδιοδρομίας, διερευνήθηκαν οι βασικοί οικονομικοί, θεσμικοί, κοινωνικοοικονομικοί και επί μέρους παράγοντες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν το σχεδιασμό και την ανάπτυξη σταδιοδρομίας. Ειδικότερα εξετάσθηκε η βαρύτητά, η συνάφεια μεταξύ των και οι αλληλεπιδράσεις, προκειμένου να κατανοηθεί το πλέγμα των συνιστωσών που οδηγεί σε ορθή και επιτυχή λήψη επαγγελματικής απόφασης και ανάπτυξη σταδιοδρομίας. Η ανάλυση αυτή αποτελεί το εφαλτήριο για περαιτέρω έρευνα και συγκεκριμένα για προσπάθεια χρήσης των ανωτέρω παραγόντων σε καινοτόμες εφαρμογές συμβουλευτικής σταδιοδρομίας.

8.      Βιβλιογραφία
Arvey, R.D., Bouchard, T.J., Segal, N.L., & Abraham, L.M. (1989). Job satisfaction: Environmental and genetic components. Journal of Applied Psychology, 74, 187-192.
Astin, H. (1984). The meaning of work in women’s lives: A sociopsychological model of career choice and work behavior. Counseling Psychologist, 12, 117-126.
Bedeian, A.G. (1977). The roles of self-esteem and achievement in aspiring to prestigious vocations. Journal of Vocational Behavior, 11, 109-119.
Davey, F.H., & Stoppard, J.M. (1993). Some factors affecting the occupational expectations of female adolescents. Journal of Vocational Behavior, 43, 235-250.
Furlong, A., & Cartmel, F. (1995). Aspirations and opportunity structure: 13 years olds in areas with restricted opportunities. British Journal of Guidance and Counselling, 23(3), 361-375.
Harpaz, I. (1999). The transformation of work values in Israel. Stability and change over time. Monthly Labor Review, 122, 46-50.
Holms, V.L., & Esses, L.M. (1988). Factors influencing Canadian high school girls’ career motivation. Psychology of Women Quarterly, 12, 313-328.
Holland, J.L. (1959). A theory of vocational choice. Journal of Counseling Psychology, 6, 35-45.
Holland, J.L. (1962). Some explorations of a theory of vocational choice: 1. One- and two- year longitudinal studies. Psychological Monographs, 76(26, Whole No. 545).
Holland, J.L. (1963). Explorations of a theory of vocational choice and achievement: 11. A four-year prediction study. Psychological Reports, 12, 547-594.
Holland, J.L. (1966a). A psychological classification scheme for vocations and major fields. Journal of Counseling Psychology, 13, 278-288.
Holland, J.L. (1966b). The psychology of vocational choice. Waltham, MA: Blaisdell.
Holland, J.L. (1973). Making vocational choices: A theory of careers. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall.
Holland, J.L. (1985).  Making vocational choices: A theory of career. Prentice Hall.
Holland, J.L. (1992). Making vocational choices: A theory of vocational personalities and work environments. Psychological Assessment Resources.
Holland, J.L. (1997). Making vocational choices: A theory of vocational personalities and work environments. New Jersey: Englewood Cliffs.
Holmes, V.L., & Esses, L.M. (1988). Factors influencing Canadian high school girl’s career motivation. Psychology of Women Quarterly, 12, 313-328.
IBM SPSS Statistics 19, User's GUIDE, SPSS Inc, Copyright 2010.
Issaacson, L.E., Brown, D. (2000). Career information, career counselling and career development. Allyn and Bacon.
Kalleberg, A.L., & Griffin, L.J. (1978). Positional sources of inequality in job satisfaction. Sociology of Work & Occupations, 5, 371-401.
Katsanevas, Th., & Livanos, I. (2011). The balance of demand and supply of professions: A labour market information system for Greece. In Essays in Economics: Applied Studies on the Greek Economy. 50 Years Anniversary Publication (978-960-341-097-3), Athens, Centre of Planning and Economic Research.
Korman, A.K. (1966). Self-esteem variable in vocational choice. Journal of Applied Psychology, 50, 479-486.
Krau, E. (1989). The transition in life domain salience and the modification of work values between high school and adult employment. Journal of Vocational Behavior, 34, 100-116.
Mannheim, B. (1993). Gender and the effects of demographics, status and work values on work centrality. Work & Occupations, 20, 3-22.
Marjoribanks, K. (2002). Family background, individual and environmental influences on adolescents’ aspirations. Educational Studies, 28(1), 33-46.
Mau, W.C., & Bikos, L.H. (2000). Educational and vocational aspirations of minority and female students: A longitudinal study. Journal of Counseling and Development, 78, 186-194.
McNair, D., & Brown D. (1983). Predicting the occupational aspirations, occupational expectations and career maturity of black and white male and female tenth graders. Vocational Guidance Quarterly, 32, 29-36.
Osipow, S.H., Fitzgerald, L.F. (1996). Theories of Career Development., 4th edition, Needham Heights, Mass:  Allyn & Bacon.
Resnick, H., Fauble, M.L., & Osipow, S.H. (1970). Vocational crystallization and self-esteem in college students. Journal of Counseling Psychology, 17, 465-467.
Rojewski, J. W., & Yang, B. (1997). Longitudinal analysis of select influences on adolescents’ occupational aspirations. Journal of Vocational Behavior, 51, 375-410.
Rottinghaus, P.J., Lindley, L.D., Green, M.A., & Borgen, F.H. (2002). Educational aspirations: The contibution of personality, self-efficacy, and interests. Journal of Vocational Behavior, 61, 1-19.
Ryan, T.A. (1969). Reinforement techniques and simulation materials for counseling clients with decision-making problems. Presented at the American Psychological Association, Washington DC: August.
Schoon, I., & Parsons, S.(2002). Teenage aspirations for future careers and occupational outcomes. Journal of Vocational Behavior, 60, 262-288.
Schulenberg, J.E., Vondracek, F.W., & Crouter, A.C. (1984). The influence of the family on vocational development. Journal of Marriage and the Family, 46, 129-143.
Sellers, N., Satcher, J., & Comas, R. (1999). Children’s occupational aspirations: Comparisons by gender, gender role identity and socioeconomic status. Professional School Counseling, 2, 314-317.
Sewell, W.H., & Shaw, V.P. (1968). Social class, parental encouragement, and educational aspirations. American Journal of Sociology, 73, 559-572.
Super, D. (1976). Career education and the meaning of work. Washington D.C: U.S. Government Printing Office.
Wahl, K.H., & Blackhurst, A. (2000). Factors affecting the occupational and educational aspirations of children and adolescents. Professional Counseling, 3, 367-374.
Walsh, W.B., & Betz, N.E. (1985). Tests and assessment. New York: Prentice-Hall.
Walsh, W.B., & Osipow, S.H. (1988). Career Decision Making. Hillsdale, NJ: Erlbaum.
Κασσωτάκης, Μ. (2003). Ο ρόλος του συμβούλου επαγγελματικού προσανατολισμού. Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 66-67, 29-48.
Κατσανέβας, Θ. (1992). Έρευνα για τις προοπτικές της αγοράς εργασίας και τις ανάγκες σε νέες ειδικότητες στην Αττική για την επόμενη πενταετία. Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ΟΑΕΔ.
Κατσανέβας, Θ. (1997). Προοπτικές της αγοράς εργασίας και ανάγκες σε νέες ειδικότητες στην Αττική για την επόμενη πενταετία 1998-2002, Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ΟΑΕΔ.
Κατσανέβας, Θ. (1998). Επαγγέλματα του μέλλοντος. Αθήνα. Εκδόσεις Παπαζήση.
Κατσανέβας, Θ. (2000). Οι προοπτικές της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα. Επιθεώρηση Εργασιακών Σχέσεων, 17, Αθήνα.
Κατσανέβας, Θ. (2000). Έρευνα για τις προοπτικές απασχόλησης στην αγορά εργασίας και τον προσδιορισμό της ζήτησης ειδικοτήτων στις 13 περιφέρειες της χώρας. Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ΟΑΕΔ.
Κατσανέβας, Θ. (2001 και 2003). Η ζήτηση επαγγελμάτων κατά περιφέρειες και επαγγελματικός προσανατολισμός. ΟΑΕΔ και Πανεπιστήμιο Πειραιώς (έρευνα).
Κατσανέβας, Θ. (2002, 2004 και 2007). Επαγγέλματα του μέλλοντος και του παρελθόντος. Αθήνα, Πατάκη.
Κατσανέβας, Θ. (2002). Οι προοπτικές της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα. Η πρωτότυπη έννοια του ισοζυγίου ζήτησης και προσφοράς επαγγελμάτων, η μεθοδολογία και η εφαρμογή του στην πράξη. Επιστημονική επετηρίδα, τόμος για την ομότιμη καθηγήτρια Λίτσα Νικολάου-Σμοκοβίτη, Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Κατσανέβας, Θ. (2003). Οι προβλέψεις για την αγορά εργασίας και η έρευνα του ισοζυγίου ζήτησης και προσφοράς επαγγελμάτων. Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 64-65, Αθήνα, ΕΛ.Ε.ΣΥ.Π..
Κατσανέβας, Θ. (2003). Οι προοπτικές της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα και η πρωτότυπη έννοια της ζήτησης και της προσφοράς επαγγελμάτων. Τόμος προς τιμήν του καθηγητή Στυλιανού Σαραντίδη, Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Κατσανέβας, Θ. (2004). Το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης επαγγελμάτων και ο σύγχρονος επαγγελματικός προσανατολισμός στο Κασσωτάκης, Μ. (επιμ.), (2004). Συμβουλευτική και επαγγελματικός προσανατολισμός. Τυπωθήτω.
Κατσανέβας, Θ. (2006). Οι προβλέψεις των επαγγελματικών προοπτικών, η ταξινόμηση επαγγελμάτων και το Career Gate Test K.17, Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου Συμβουλευτικής – Προσανατολισμού (ΕΚΕΠ, ΕΛΕΣΥΠ), Αθήνα 2-3/12/2006.
Κατσανέβας, Θ. (2007α). Η επιχειρηματικότητα των γυναικών. Πρωτογενής έρευνα στα πλαίσια Ευρωπαϊκού Προγράμματος ΙΙΙ Β Archimed Interreg για το συναφές θέμα.
Κατσανέβας, Θ. (2007β). Οι προβλέψεις των επαγγελματικών προοπτικών, η ταξινόμηση επαγγελμάτων και το Career Gate Test K.17. Πρακτικά του πανελλήνιου συνεδρίου Συμβουλευτικής-Προσανατολισμού Ε.Κ.Ε.Π.-ΕΛ.Ε.ΣΥ.Π., με θέμα: Ο Θεσμός Συμβουλευτική-Προσανατολισμός και ο ρόλος του στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Αθήνα, 2-3.12.2006, ΕΛ.Ε.ΣΥ.Π., σσ. 173-195.
Κατσανέβας, Θ. (2009). Ο χρυσός κανόνας για επιλογές σταδιοδρομίας: Σύγχρονος επαγγελματικός προσανατολισμός. Αθήνα, Πατάκη.
Παπάς, Γ. (2004). Οι οικονομικές διαστάσεις του σχολικού και επαγγελματικού προσανατολισμού. Στο: Κασσωτάκης, Μ. (επιμ.), (2004). Συμβουλευτική και επαγγελματικός προσανατολισμός. Τυπωθήτω.
Πατινιώτης, Ν. (2004). Κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες και επαγγελματική επιλογή στην Ελλάδα στο: Κασσωτάκης, Μ. (επιμ.), (2004). Συμβουλευτική και επαγγελματικός προσανατολισμός. Τυπωθήτω.
Φλουρής, Γ. (2004). Αυτοαντίληψη, αυτογνωσία και Επαγγελματικός Προσανατολισμός στο: Κασσωτάκης, Μ. (επιμ.), (2004). Συμβουλευτική και επαγγελματικός προσανατολισμός. Τυπωθήτω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου